Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταζητώ [katazitó] -ούμαι Ρ10.9 : ερευνώ για να ανακαλύψω τον τόπο διαμονής ή το κρησφύγετο κάποιου που διώκεται, και να τον συλλάβω: H αστυνομία καταζητεί τους δράστες της ληστείας. Ο τάδε καταζητείται (για φόνο). || (μπε., ως ουσ.): Ο καταζητούμενος είναι σεσημασμένος διαρρήκτης.
[λόγ. < ελνστ. καταζητῶ `ερευνώ΄ σημδ. γαλλ. poursuivre]