Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
528 εγγραφές [521 - 528] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταχωρώ [kataxoró] -ούμαι Ρ10.9 : καταχωρίζω.
[λόγ. < ελνστ. καταχωρῶ `υποχωρώ σε αίτημα΄, με σφαλερή ταύτιση προς το καταχωρίζω από το συνοπτ. θ. καταχωρισ-]
- κατάχωση η [katáxosi] Ο33 : η ενέργεια του καταχώνω: Έγινε ~ των αρχαιολογικών ευρημάτων, ευρήματα που τα είχαν φέρει στο φως, τα κάλυψαν πάλι με χώμα.
[λόγ. < ελνστ. κατάχω(σις) -ση]
- καταψηφίζω [katapsifízo] -ομαι Ρ2.1 : δίνω αρνητική ψήφο σε κπ. ή σε κτ. ή δεν του δίνω την ψήφο μου. ANT υπερψηφίζω: Tο νομοσχέδιο / η πρόταση καταψηφίστηκε με εκατόν ογδόντα ψήφους κατά και με εκατόν είκοσι υπέρ. Ο λαός καταψήφισε πάλι τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
[λόγ. ενεργ. < αρχ. καταψηφίζομαι `καταδικάζω με ψήφο΄ σημδ. γαλλ. voter contre, ενεργ. κατά το γαλλ. voter και κατά το ψηφίζω]
- καταψήφιση η [katapsífisi] Ο33 : η ενέργεια του καταψηφίζω, αρνητική ψήφος ή ψήφος υπέρ του αντιπάλου. ANT υπερψήφιση: Θεωρείται βέβαιη η ~ της πρότασής του στο διοικητικό συμβούλιο. Εντύπωση προκάλεσε η ~ πολλών στελεχών του κόμματος στις τελευταίες εκλογές.
[λόγ. < ελνστ. καταψήφισις (-σις > -ση) `καταδικαστική ψήφος΄ κατά τη σημ. του καταψηφίζω]
- καταψιά η [katapsxá] Ο24 : (οικ.) μπουκιά ή γουλιά που μπορεί να την καταπιεί κανείς μεμιάς: Mια ~ την έκανε την μπριζόλα, για να δηλώσουμε τη λαιμαργία κάποιου. Aυτή η μερίδα είναι μια ~, για να δηλώσουμε πολύ μικρή ποσότητα.
[καταπ(ίνω) -ιά, με επίδραση του χαψιά]
- καταψύκτης ο [katapsíktis] Ο10 : ειδικό ψυγείο βαθιάς κατάψυξης, όπου μπορούν να συντηρηθούν τα τρόφιμα μεγάλο χρονικό διάστημα.
[λόγ. καταψυκ- (καταψύχω) -της απόδ. αγγλ. freezer]
- κατάψυξη η [katápsiksi] Ο33 : 1. δημιουργία, με τεχνητά μέσα, πολύ χαμηλής θερμοκρασίας στην οποία υποβάλλονται φυτικές ή ζωικές ουσίες για να μην υποστούν φυσικές αλλοιώσεις: Συστήματα / συσκευές καταψύξεως. Tο κρέας / τα ψάρια / τα λαχανικά συντηρούνται με ~. Γονιμοποιημένα ωάρια διατηρούνται σε κατάσταση καταψύξεως. || (ιατρ.) πρόκληση τεχνητής υποθερμίας. 2. ειδικός θάλαμος του οικιακού ψυγείου, συνήθ. επάνω από το χώρο της συντήρησης, με πολύ χαμηλή θερμοκρασία, όπου καταψύχονται τα τρόφιμα· (πρβ. καταψύκτης): Bάζω το κρέας στην ~. Tο ψυγείο μου έχει μεγάλη / μικρή ~. ΦΡ βάζω κτ. στην ~, ειρωνικά, για κτ. που δε σκοπεύουμε να το χρησιμοποιήσουμε ή να το εφαρμόσουμε για μεγάλο χρονικό διάστημα: Tο τάδε νομοσχέδιο το έβαλαν στην ~.
[λόγ. < αρχ. κατάψυξις (-σις > -ση) `αίσθηση δροσιάς ή κρύου στο σώμα΄, σημδ.: 1: γαλλ. réfrigération ή αγγλ. refrigeration· 2: γαλλ. congélateur ή αγγλ. freezer]
- καταψύχω [katapsíxo] -ομαι Ρ αόρ. κατέψυξα και κατάψυξα, απαρέμφ. καταψύξει, παθ. αόρ. καταψύχθηκα, απαρέμφ. καταψυχθεί, μππ. καταψυγμένος και κατεψυγμένος* : υποβάλλω κτ., συνήθ. τρόφιμα, σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία για να συντηρηθεί και να μην υποστεί φυσικές αλλοιώσεις: Tα ψάρια καταψύχονται μόλις αλιευθούν. Δεν επιτρέπεται να καταψύχονται πάλι τρόφιμα που έχουν αποψυχθεί. Kαταψυγμένα κοτόπουλα.
[λόγ. < αρχ. καταψύχω `δροσίζω, κρυώνω κτ.΄ σημδ. γαλλ. réfrigérer, surgeler ή αγγλ. refrigerate]