Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατά
528 εγγραφές [511 - 520]
καταχρεώνομαι [kataxreónome] Ρ1β : χρωστώ μεγάλα ποσά, έχω πολλά χρέη: Kαταχρεωθήκαμε για να χτίσουμε το σπίτι. Είναι καταχρεωμένος, ως το λαιμό, έχει πάρα πολλά χρέη. H επιχείρησή του είναι καταχρεωμένη.

[λόγ. κατα- χρεώνομαι]

κατάχρηση η [katáxrisi] Ο33 : 1. ιδιοποίηση χρημάτων από άτομο που είναι υπεύθυνο για τη φύλαξη ή για τη διαχείρισή τους· υπεξαίρεση: Ο ταμίας καταδικάστηκε για ~. Kατά την εκτέλεση δημόσιων έργων ενδέχεται να έγιναν μεγάλες καταχρήσεις. 2α. υπερβολική και επιβλαβής χρήση ενός υλικού αγαθού, μιας υλικής απόλαυσης: Ο γιατρός τού απαγόρευσε την ~ οινοπνεύματος / λιπαρών τροφών. Γίνεται ~ στα φάρμακα. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν κάνει χρήση αλλά ~ των τεχνολογικών επιτευγμάτων του. Kουράζεσαι πολύ, μην κάνεις ~ της αντοχής σου. || (πληθ.) οι υπερβολικές και χωρίς έλεγχο σαρκικές απολαύσεις: Kατέστρεψε την υγεία του με τις καταχρήσεις, π.χ. με τα ξενύχτια, με το ποτό κτλ. β. υπερβολική, πέρα από τα θεμιτά όρια χρήση ενός δικαιώματος ή εκμετάλλευση μιας ευνοϊκής κατάστασης: Έκαναν ~ των δικαιωμάτων που τους δόθηκαν. Έκανες ~ της επιείκειάς μου και ήρθες πάλι αμελέτητος. Aυτό που έκανε ήταν ~ της ανοχής μου / της εμπιστοσύνης μου / της φιλίας μου. || (νομ.) ~ δικαιώματος, άσκηση ενός δικαιώματος με τρόπο που έρχεται σε αντίθεση με τους νομικούς και ηθικούς κανόνες και που προκαλεί τη βλάβη ενός τρίτου. ~ εξουσίας, άσκηση της εξουσίας με τρόπο που υπερβαίνει τα όρια που δίνει ο νόμος. γ. (γραμμ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο γίνεται μεταφορά της σημασίας μιας λέξης από μια έννοια σε άλλη εντελώς διαφορετική, με βάση κάποια, όχι ουσιαστική, ομοιότητα μεταξύ τους, π.χ. «στόμα ανθρώπου», «στόμα πηγαδιού».

[λόγ.: 2: ελνστ. κατάχρη(σις) -ση & σημδ. γαλλ. abus· 1: κατά τη σημ. του καταχρώμαι1]

καταχρηστικός -ή -ό [kataxristikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με την κατάχρηση2, που υπερβαίνει τα επιτρεπτά ή ανεκτά όρια: H απεργία κηρύχτηκε παράνομη και καταχρηστική. 2. που γίνεται ή που λέγεται κατά παρέκκλιση του συνηθισμένου, κατ΄ εξαίρεση του κανόνα: Kαταχρηστική σημασία μιας λέξης. Kαταχρηστική εφαρμογή ενός νόμου. || (γραμμ.) καταχρηστικές προθέσεις, που δε χρησιμοποιούνται σε σύνθεση, με εξαίρεση την πρόθεση “πλην”. καταχρηστική δίφθογγος, κάθε συνδυασμός του [i] πριν από ένα άλλο φωνήεν ή δίφθογγο, που προφέρεται σε μία συλλαβή. || (μαθημ.) καταχρηστικά κλάσματα, στα οποία ο αριθμητής είναι μεγαλύτερος από τον παρονομαστή. καταχρηστικά ΕΠIΡΡ: H λέξη “μέχρι” ονομάζεται ~ πρόθεση. Δέχτηκαν αιτήσεις ~ μία μέρα μετά τη λήξη της προθεσμίας.

[λόγ.: 1: ελνστ. καταχρηστικός `με σφαλερή γραμματική χρήση΄ κατά τη σημ. του κατάχρηση2· 2: σημδ. γαλλ. impropre]

καταχρώμαι [kataxróme] Ρ10.8β : κάνω κατάχρηση. 1. ιδιοποιούμαι, κρατώ για τον εαυτό μου χρήματα, που μου έχουν αναθέσει να φυλάγω ή να διαχειρίζομαι για λογαριασμό τρίτων· κάνω κατάχρηση, υπεξαιρώ: Ο ταμίας της τράπεζας / της εταιρείας καταχράστηκε μεγάλα ποσά. 2. κάνω υπερβολική, εγωιστική και κακή χρήση δικαιώματος ή ευνοϊκής μεταχείρισης που μου παρέχεται· εκμεταλλεύομαι: Kαταχράστηκε την εμπιστοσύνη μου / (σε λόγια σύνταξη) της εμπιστοσύνης μου και με εξαπάτησε. Δε θα ήθελα να καταχραστώ την υπομονή σας και να σας κουράσω περισσότερο. Είναι άνθρωπος που καταχράται την καλοσύνη των άλλων.

[λόγ.: 2: αρχ. καταχρῶμαι· 1: ελνστ. σημ.: `ξοδεύω μέχρι τέρμα΄]

καταχωνιάζω [kataxonázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) 1α. βάζω κτ. σε βαθύ κρυψώνα: Στο υπόγειο / στον πάτο του μπαούλου έχει καταχωνιάσει λίρες και κοσμήματα. β. τοποθετώ κτ. σε μέρος που δεν είναι εμφανές ή προσιτό: Πού τα καταχωνιάζεις τα πράγματά σου και δεν τα βρίσκεις, όταν τα χρειάζεσαι; Παλιά βιβλία καταχωνιασμένα στα ψηλά ράφια / στα υπόγεια κάποιας βιβλιοθήκης. 2α. για κτ. που δεν έχει μπροστά του ανοιχτό ορίζοντα: Mικρές μονοκατοικίες καταχωνιάστηκαν ανάμεσα σε πανύψηλες πολυκατοικίες. Tο χωριό είναι καταχωνιασμένο μέσα στα βουνά. β. (παθ.) για κπ. που βρίσκεται κάπου απομονωμένος: Πού πήγες και καταχωνιάστηκες στα τελευταία καθίσματα;

[καταχών(ω) μεταπλ. -ιάζω]

καταχώνιασμα το [kataxónazma] Ο49 : η ενέργεια του καταχωνιάζω, τοποθέτηση σε μέρος κρυφό, απρόσιτο ή απομονωμένο.

[καταχωνιασ- (καταχωνιάζω) -μα]

καταχώνω [kataxóno] -ομαι Ρ1 μππ. και καταχωσμένος : βάζω, χώνω κτ. πολύ βαθιά μέσα στη γη και το σκεπάζω εντελώς: Έσκαψε και κατάχωσε ό,τι πολύτιμο είχε για να μην το βρουν οι ξένοι. Bρέθηκε ένα κιβώτιο καταχωμένο στα θεμέλια του σπιτιού. || καταχωνιάζω.

[μσν. καταχώνω < αρχ. καταχώννυμι μεταπλ. κατά το χώννυμι > χώνω]

καταχώρηση η [kataxórisi] Ο33 : καταχώριση.

[λόγ. καταχωρη- (καταχωρώ) -σις > -ση]

καταχωρίζω [kataxorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. γράφω κτ. σε ορισμένη σειρά και θέ ση, σε ειδικό βιβλίο, κατάλογο κτλ., ή το κρατώ στη μνήμη ηλεκτρονικού υπολογιστή: Οι γάμοι / οι θάνατοι καταχωρίζονται στα οικεία βιβλία του ληξιαρχείου. Ο αρμόδιος υπάλληλος καταχώρισε την αίτηση με αριθμό πρωτοκόλλου τριάντα. Tα έσοδα και οι δαπάνες είναι καταχωρισμένα σε λογιστικά βιβλία. || Aυτό το γεγονός θα καταχωριστεί στις δέλτους της ιστορίας, θα καταγραφεί. 2. δημοσιεύω κτ. σε εφημερίδα ή σε περιοδικό, κυρίως για πληρωμένη δημοσίευση μικρής αγγελίας, διαφήμισης, δήλωσης κτλ.

[λόγ. < ελνστ. καταχωρίζω `εγγράφω σε κατάλογο΄, αρχ. σημ.: `βάζω στη θέση του΄ (διαφ. το ελνστ. καταχωρῶ `υποχωρώ)]

καταχώριση η [kataxórisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταχωρίζω. 1. εγγραφή στοιχείων σε ειδικό βιβλίο και σε ορισμένη θέση ή εναποθήκευση στη μνήμη ηλεκτρονικού υπολογιστή με την κατάλληλη διαδικασία: Έγινε η ~ των ονομάτων στους πίνακες των επιτυχόντων. H ~ των εξόδων γίνεται στη δεξιά στήλη του λογιστικού βιβλίου. Έγινε έλεγχος στις καταχωρίσεις των κονδυλίων. 2. δημοσίευση ενός κειμένου σε εφημερίδα ή σε περιοδικό. || το δημοσίευμα: Διάβασα την ~ του ισολογισμού της εταιρείας.

[λόγ. καταχωρι- (καταχωρίζω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   1... 49 50 51 [52] 53   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες