Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατάλευκος -η -ο [katálefkos] Ε5 : που είναι εντελώς λευκός, που έχει καθαρό ή φωτεινό άσπρο χρώμα ή που είναι μόνο άσπρος χωρίς να συνδυάζεται με άλλα χρώματα· ολόλευκος, κάτασπρος: Kαλοπλυμένα, κατάλευκα σεντόνια. Ο ένας τοίχος είναι ~ και ο άλλος έχει μια απόχρωση ώχρας. Προτιμάς την μπλούζα κατάλευκη ή λευκή με μπλε λουλουδάκια;
[λόγ. < μσν. κατάλευκος < κατα- λευκ(ός) -ος]