Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κασκόλ το [kaskól] Ο (άκλ.) : μακρόστενο κομμάτι υφάσματος ή πλεχτού που τυλίγεται γύρω από το λαιμό, για προστασία από το κρύο: Mάλλινο / μεταξωτό ~.
κασκολάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. cache-col]
- κασκορσέ το [kaskorsé] Ο (άκλ.) & κασκορσές ο [kaskorsés] Ο13 : εσώρουχο χωρίς μανίκια, είδος φανέλας που εφαρμόζει στο σώμα και που το καλύπτει έως τη μέση: Mακό / μάλλινο ~.
κασκορσεδάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. cache-corset· μεταπλ. σε αρσ. κατά το κορσές]