Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
20 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρτ ποστάλ η [kárt postál] & καρτ ποστάλ το [kárt postál] Ο (άκλ.) : κάρτα αλληλογραφίας η οποία στη μία πλευρά της έχει μια εικόνα ή μια φωτογραφία, συνήθ. από τα αξιοθέατα κάποιας πόλης ή περιοχής: Σαν ~, για πολύ ωραίο και γραφικό τοπίο.
[λόγ. < γαλλ. carte postale]
- κάρτα η [kárta] Ο25 : μικρό ορθογώνιο κομμάτι από σκληρό χαρτί ή από άλλο ανάλογο υλικό. 1α. δελτίο που εξυπηρετεί ανάγκες γραπτής επικοινωνίας: Xριστουγεννιάτικη / ευχετήρια ~. Kάρτες με τοπία της Ελλάδας, καρτ ποστάλ. Tου έδωσα την ~ μου, επισκεπτήριο. β. δελτίο που βεβαιώνει κάποιο δικαίωμα του κατόχου: ~ εισόδου, σε κπ. χώρο. ~ απεριόριστων / πολλαπλών διαδρομών, σε μέσο συγκοινωνίας. Πιστωτική ~, που χρησιμοποιείται αντί για ρευστό χρήμα. || δελτίο όπου σημειώνεται η ώρα προσέλευσης και αναχώρησης του εργαζομένου: Xτυπάω ~, σε ειδικό μηχάνημα. ΦΡ χτυπάω* ~. 2. στην τηλεόραση, εικόνα με πληροφορίες μέσα σε πλαίσιο: Διαφημιστικές κάρτες. 3. (ποδ.) κάρτα που δείχνει ο διαιτητής σε παίχτη ο οποίος έκανε μια σοβαρή παράβαση των κανονισμών: Kίτρινη ~, για προειδοποίηση. Kόκκινη ~, για αποβολή από το παιχνίδι. ΦΡ βγάζω / δείχνω κίτρινη / κόκκινη ~, προειδοποιώ ή και απειλώ κπ. που έχει κάνει κάποιο παράπτωμα. 4. φύλλο της τράπουλας. 5. (πληροφ.) πλακέτα τυπωμένου κυκλώματος, που εισάγεται σε έναν υπολογιστή για να του βελτιώσει ή να του προσδώσει κάποιες δυνατότητες: ~ ήχου. ~ γραφικών, που δίνει στον υπολογιστή τη δυνατότητα να κάνει σχέδιο, διαγράμματα, εικόνες κτλ.
καρτούλα η YΠΟKΟΡ. καρτάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α. [αντδ. < ιταλ. carta < λατ. charta < αρχ. χάρτης (5: λόγ. σημδ. με βάση το αγγλ. sound card `κάρτα ήχου΄)· κάρτ(α) -ούλα]
- καρτέλ το [kartél] Ο (άκλ.) : (οικον.) ένωση ομοειδών συνήθ. επιχειρήσεων, οι οποίες, διατηρώντας την οικονομική, διοικητική και νομική τους αυτοτέλεια, έχουν συνάψει συμφωνίες για τον έλεγχο της παραγωγής με σκοπό την εξουδετέρωση του μεταξύ τους ανταγωνισμού και ενδεχομένως και τη δημιουργία μονοπωλίου· (πρβ. τραστ, κοινοπραξία): ~ εταιρειών παραγωγής πετρελαίου.
[λόγ. < γερμ. Kartell ή μέσω του γαλλ. cartel]
- καρτέλα η [kartéla] Ο25 : είδος κάρτας για διάφορες χρήσεις και ειδικότερα για την καταχώριση δεδομένων που ταξινομούνται: Στο αρχείο του νοσοκομείου υπάρχουν οι καρτέλες των ασθενών. Οι καρτέλες με τα βιβλία της βιβλιοθήκης.
[ιταλ. cartella υποκορ. του carta (δες στο κάρτα)]
- καρτελοθήκη η [karteloθíki] Ο30 : ειδικό έπιπλο όπου τοποθετούνται ταξινομημένες καρτέλες.
[λόγ. καρτέλ(α) -ο- + θήκη]
- κάρτερ το [kárter] Ο (άκλ.) : (τεχν.) σκληρό περικάλυμμα που εμποδίζει να εισχωρήσουν ξένα σώματα σε μια μηχανή.
[λόγ. < αγγλ. carter < ανθρωπων. Carter (όν. του εφευρέτη)]
- καρτερεύω [karterévo] -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ.) υπομένω.
[καρτερ(ώ) -εύω μεταπλ. για διάκριση από το καρτερώ που είχε αλλάξει σημ.]
- καρτέρι το [kartéri] Ο44 : (οικ.) α. ενέδρα, κυρίως στην έκφραση στήνω / φυλάω ~, περιμένω κρυμμένος να παρουσιαστεί κάποιο πρόσωπο ή ζώο, για να του επιτεθώ: Tου έστησαν ~ και τον δολοφόνησαν. Οι κυνηγοί στήνουν ~ στα πουλιά. || (επέκτ.) περιμένω να βρω την ευκαιρία να συναντήσω κπ. που με αποφεύγει: Tου έστησαν ~ και τον ανάγκασαν να ξεκαθαρίσει τη θέση του. β. ο τόπος όπου στήνεται το καρτέρι: Kαρτέρια για το κυνήγι της μπεκάτσας.
[μσν. καρτέρι < καρτερ(ώ) -ι (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: κυνηγώ - κυνήγι]
- καρτερία η [kartería] Ο25 : υπομονή με την οποία αντιμετωπίζει κάποιος μια δυσάρεστη κατάσταση: Yπέμεινε με ~ μια μακροχρόνια και επώδυνη αρρώστια. Ο κόσμος περιμένει με ~ στις ατελείωτες ουρές.
[λόγ. < αρχ. καρτερία]
- καρτερικός -ή -ό [karterikós] Ε1 : που αντιμετωπίζει τις δυστυχίες και τις δυσκολίες με καρτερία, που τις δέχεται χωρίς να αδημονεί ή να δυσανασχετεί.
καρτερικά ΕΠIΡΡ: Περίμενε ~ χρόνια ολόκληρα το γυρισμό του γιου του. Δέχτηκε ~ τη διάψευση των ελπίδων του. [αρχ. καρτερικός]