Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρμανιόλα η [karmanóla] Ο25α : 1. μηχανή για τον αποκεφαλισμό των καταδίκων, που αποτελείται από δύο ορθοστάτες ανάμεσα στους οποίους κινείται μια τριγωνική λεπίδα· λαιμητόμος: Στέλνω κπ. στην ~, τον καταδικάζω σε θάνατο με αποκεφαλισμό. Στήνω την ~, προετοιμάζω την εκτέλεση κάποιου με αποκεφαλισμό. ΦΡ βάζω το κεφάλι μου στην ~, διακινδυνεύω, αναλαμβάνω κτ. επικίνδυνο. 2. (μτφ.) α. για κτ. πολύ επικίνδυνο, που απειλεί τη ζωή μας: Aυτός ο δρόμος είναι ~. Πολλά αυτοκίνητα καρμανιόλες κυκλοφορούν στους δρόμους. Mια λαμαρίνα κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια μας σαν ~. β. για κτ. που προκαλεί μεγά λη υλική ζημιά: Aυτό το μαγαζί είναι ~, πολύ ακριβό. ΦΡ του είχανε στημένη ~, τον έκλεψαν στα χαρτιά, σε φιλική δήθεν συγκέντρωση.
[γαλλ. carmagnol(e) -α `χορός που χόρευε ο λαός κατά τη γαλλική επανάσταση΄]