Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρκίνος 1 ο [karkínos] Ο18 : 1. κακοήθης όγκος που δημιουργείται από τον ταχύ και ανώμαλο πολλαπλασιασμό των κυττάρων των ιστών ανθρώπων ή ζώων: Διάγνωση / θεραπεία / χειρουργική αντιμετώπιση του καρκίνου. Mεταστάσεις του καρκίνου. ~ του / στον πνεύμονα. Γυναικολογικός ~, των γεννητικών οργάνων της γυναίκας ή του μαστού. || (βοτ.) ασθένεια των φυτών που παρουσιάζει ομοιότητες με τον καρκίνο των ανθρώπων και των ζώων. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός ανώμαλης κατάστασης που δημιουργεί μεγάλα και δυσεπίλυτα προβλήματα· καρκίνωμα2: H γραφειοκρατία είναι ο ~ της δημόσιας διοίκησης.
[λόγ. < ελνστ. καρκίνος < αρχ. καρκίνος (δες καρκίνος 2)]
- καρκίνος 2 ο : I1. (ζωολ.) κάβουρας. 2. καρκινικός στίχος. II. Kαρκίνος: 1. (αστρον.) ονομασία ενός αστερισμού του βόρειου ημισφαιρίου. 2. (αστρολ.) α. το τέταρτο από τα δώδεκα μέρη στα οποία διαιρείται ο ζωδιακός κύκλος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα από 22 Iουνίου ως 22 Iουλίου: Γεννήθηκα στον Kαρκίνο. || το σύμβολο του παραπάνω ζωδίου. β. για πρόσωπο που γεννήθηκε στον Kαρκίνο: Είμαι Kαρκίνος. 3. Tροπικός του Kαρκίνου, ονομασία του παραλλήλου της ουράνιας σφαίρας που έχει απόκλιση +23Φ 27' από τον ισημερινό καθώς και του παραλλήλου της γήινης σφαίρας που έχει βόρειο γεωγραφικό πλάτος 23Φ 27' και αποτελεί το βόρειο όριο της τροπικής ζώνης.
[λόγ.: I: αρχ. καρκίνος· ΙΙ: ελνστ. σημ.]