Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καντήλι το [kandíli] Ο44 : είδος γυάλινου δοχείου που καίει λάδι και που τοποθετείται ή κρέμεται μπροστά σε εικονίσματα: H εκκλησία φωτίζεται από το αμυδρό φως των καντηλιών. Aσημένια / χρυσά καντήλια, σε ασημένια ή χρυσή θήκη. || Hλεκτρικό καντήλι, με ηλεκτρική λάμπα. ΦΡ έσβησε / σώθηκε το ~ του, είναι ετοιμοθάνατος ή πέθανε· ΣYN ΦΡ σώθηκε το λάδι του. κατεβάζω καντήλια, βρίζω προσβάλλοντας τα θεία.
καντηλάκι το YΠΟKΟΡ: Άναψε το ~ στο εικονοστάσιο. [μσν. καντήλι < καντήλιον υποκορ. του καντήλ(α) 1 -ιον]
- καντηλιάζω 1 [kandilázo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) πετώ κτ. ψηλά, κυρίως το χαρταετό.
[καντήλ(α) 1 -ιάζω (ίσως από την εικόνα της φλόγας που μπορεί να τιναχτεί ψηλά)]
- καντηλιάζω 2 : (οικ.) βγάζω καντήλες 2.
[καντήλ(α) 2 -ιάζω]
- καντηλιέρι το [kandiléri] & καντηλέρι το [kandiléri] Ο44 : κηροπήγιο.
[βεν. candelier (< γαλλ. chandelier) -ι ( [e > i] κατά το καντήλα 1)· τροπή του ουρανικού [l] σε φατνιακό [l] κατά το καντήλα]
- καντηλίτσα η [kandilítsa] Ο25α : (ναυτ.) 1. κατασκευή επάνω στην οποία στέκεται ο εργάτης που χρωματίζει ή επισκευάζει το πλοίο. 2. είδος ναυτικού κόμπου.
[ιταλ. candelizza με συσχετισμό προς το καντήλα 1 (< ισπαν. candeliza υποκορ. του candela < λατ. candela (δες καντήλα 1))]