Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καμπούρης -α -ικο [kambúris] Ε9 : που έχει καμπούρα, που πάσχει από κύφωση: Ένας ~ γέρος. Aυτή η γυναίκα είναι καμπούρα. || (ως ουσ.) ο καμπούρης, θηλ. καμπούρα. (έκφρ.) δε σε είπαμε και καμπούρη / καμπούρα, σε κπ. όταν θίγεται χωρίς σοβαρή αιτία, χωρίς σοβαρό λόγο: Έλα, μην κάνεις έτσι· μια κουβέντα είπαμε, δε σε είπαμε και καμπούρη.
[μσν. καμπούρης < τουρκ. kambur -ης]