Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κάμαρα η [kámara] Ο27α & κάμαρη η [kámari] Ο32 : (παρωχ.) δωμάτιο: Kλείστηκε στην κάμαρά του.
καμαρούλα η YΠΟKΟΡ. καμαρίτσα η YΠΟKΟΡ. καμαράκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. για μικρό χώρο που χρησιμοποιείται ως αποθήκη. [μσν. κάμαρα αντδ. < λατ. camera, camara ( [ká-] ) < αρχ. καμάρα `θολωτό δωμάτιο΄· μσν. κάμαρη < κάμαρ(α) μεταπλ. -η· κάμαρ(α) -ούλα, -ίτσα]
- καμάρα η [kamára] Ο25 : 1. θολωτή κατασκευή ημικυκλικού συνήθ. σχήματος· (πρβ. τόξο): Γέφυρα με δύο καμάρες. Στοά με καμάρες. 2. για κτ. που έχει το σχήμα της καμάρας και ειδικότερα: α. (ανατ.) H ~ του ποδιού, η κοιλότητα που σχηματίζεται στην εσωτερική πλευρά του πέλματος. || το αντίστοιχο τμήμα του παπουτσιού. β. (αθλ.) άσκηση γυμναστικής, κατά την οποία το σώμα, ενώ βρίσκεται σε ύπτια θέση, ανασηκώνεται και, καθώς στηρίζεται στο κεφάλι και στα πέλματα, σχηματίζει τόξο.
[αρχ. καμάρα]