Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καμάκι το [kamáki] Ο44 : I. αλιευτικό εργαλείο που αποτελείται από ένα ξύλινο κοντάρι με μεταλλικές αιχμές, οι οποίες αγκιστρώνονται στο σώμα του ψαριού και δεν το αφήνουν να φύγει. || τρίαινα που προσαρμόζεται στην άκρη του ψαροντούφεκου. II. (μτφ., λαϊκ.) 1. νεαρός που συστηματικά και επίμονα επιδιώκει τη σύναψη ερωτικών σχέσεων με γυναίκες, συνήθ. με ξένες τουρίστριες: Aυτός είναι μεγάλο ~. 2. το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες ένας νεαρός κατορθώνει να δημιουργήσει ερωτικές σχέσεις: Πάει για ~. Kάνει ~.
[μσν. καμάκι (στη σημ. I) < ελνστ. καμάκιον υποκορ. του αρχ. κάμαξ ἡ, ὁ `στειλιάρι κονταριού΄]
- καμακιά η [kamaká] Ο24 : το χτύπημα με το καμάκιI.
[μσν. καμακιά < καμάκ(ι) -ιά]