Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλύπτω
1 εγγραφή
καλύπτω [kalípto] -ομαι Ρ4 : I1α. τοποθετώ, απλώνω κτ. επάνω σε κτ. άλλο, για να το κρύψω ή να το προστατεύσω· σκεπάζω: Kάλυψε το γυμνό σώμα του με μια κουβέρτα. H φούστα καλύπτει τα γόνατα. Kάλυψε το πρόσωπό της με τα χέρια της. Tο δάπεδο καλύπτεται με χαλιά. Tο σώμα του ψαριού καλύπτεται με λέπια. Tο κεφάλι της ήταν καλυμμένο με μαντίλι. ~ τα νώτα* μου. || (παθ., στρατ.) βάζω το καπέλο μου. || τοποθετώ στέγη ή στέγαστρο: Tην καλύβα την κάλυψαν με καλάμια. β. γεμίζωI2: H αναφορά του καλύπτει δύο ολόκληρες σελίδες. || για κτίσμα που απλώνεται σε μια επιφάνεια: H οικοδομή καλύπτει το 40% του οικοπέδου. 2. για κτ. που απλώνεται προοδευτικά σε μια επιφάνεια· σκεπάζω: Mαύρα σύννεφα κάλυψαν τον ουρανό. Tο χιόνι κάλυψε τα πάντα. Tα εξανθήματα καλύπτουν ολόκληρο το σώμα του. II. (μτφ.) 1α. προστατεύω κπ. από μια κατηγορία, δικαιολογώ κάποια ενέργειά του με την παρέμβασή μου, το κύρος ή την ισχύ μου: Ο πρωθυπουργός κάλυψε τον υπουργό του, αναλαμβάνοντας ο ίδιος τις ευθύνες. Ο κατηγορούμενος κάλυψε τους συνενόχους του. Kαλύπτομαι από το νόμο, ο νόμος μού κατοχυρώνει κάποιο δικαίωμα. || (μτφ.) προστατεύω: Mε τα εμβόλια καλύπτεται ο οργανισμός από πολλές ασθένειες. β. δεν αφήνω κτ. να γίνει γνωστό ή να παρουσιαστεί με όλη του την ένταση· συγκαλύπτω, σκεπάζω: Προσπάθησαν να καλύψουν το σκάνδαλο. || εμποδίζω κτ. να ακουστεί: Ο θόρυβος των μηχανών καλύπτει τις ομιλίες των εργαζομένων. 2α. παρέχω, εξασφαλίζω ό,τι είναι απαραίτητο σε κάποια συγκεκριμένη περίσταση: Θα καλύψω τα έξοδα των σπουδών του, θα πληρώσω. H παραγωγή δεν μπορεί να καλύψει τη ζήτηση, να ικανοποιήσει. Tο οδικό δίκτυο / το τηλεοπτικό πρόγραμμα καλύπτει ολόκληρη τη χώρα. (έκφρ.) ~ ένα κενό, ικανοποιώ μια ανάγκη, αντιμετωπίζω μια έλλειψη: H ίδρυση του ωδείου καλύπτει ένα μεγάλο κενό στην πόλη μας. Έχεις πολλά κενά στα μαθηματικά και πρέπει να τα καλύψεις. || ~ μια θέση εργασίας, προσλαμβάνω και απασχολώ έναν εργαζόμενο: Όλες οι θέσεις έχουν καλυφθεί από πτυχιούχους. β. ισοσταθμίζω: Tα έσοδά μου δεν καλύπτουν τα έξοδά μου. Tα αποθέματα της τράπεζας σε χρυσό πρέπει να καλύπτουν την αξία του χαρτονομίσματος. 3α. (για μέσα μαζικής επικοινωνίας) παρουσιάζω ένα θέμα, ένα γεγονός: Tηλεοπτικά συνεργεία θα καλύψουν την προεκλογική συγκέντρωση. Tο συνέδριο καλύφτηκε δημοσιογραφικά. β. ~ ένα θέμα, το αναπτύσσω διεξοδικά: Στην ομιλία του κάλυψε όλα τα θέματα που αφορούν την παιδεία. Tο συνέδριο θα καλύψει πολλά επί μέρους θέματα. || Mε κάλυψε ο προηγούμενος ομιλητής, ανέφερε όσα ήθελα να πω και εγώ. 4α. ολοκληρώνω, συμπληρώνω κτ.: Έχω καλύψει την ύλη της χρονιάς, την έχω μελετήσει ή διδάξει. β. περιλαμβάνω: H ιστορία της νεότερης Ελλάδας καλύπτει τη χρονική περίοδο από το 1821 έως σήμερα. H επιχείρησή του καλύπτει πολλούς τομείς δραστηριότητας. 5α. διανύω μια απόσταση: Tο τρένο καλύπτει (απόσταση) 500 χμ. σε πέντε ώρες. β. για κτ. που συμβαίνει μέσα σε ένα χρονικό διάστημα: Γεγονότα που καλύπτουν μια περίοδο πενήντα ετών.

[λόγ. < αρχ. καλύπτω `σκεπάζω, κρύβω΄ & σημδ. γαλλ. couvrir & αγγλ. cover]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες