Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλαμάρι 1 το [kalamári] Ο44 : μαλάκιο κεφαλόποδο με κυλινδρικό σώμα που καταλήγει σε δέκα πλοκάμια, και το οποίο σε περίπτωση κινδύνου χύνει ένα σκούρο υγρό που θολώνει τα νερά: Ψαρεύαμε καλαμάρια. Γιγαντιαία καλαμάρια.
καλαμαράκι το YΠΟKΟΡ μικρό καλαμάρι, κυρίως το εδώδιμο: Kαλαμαράκια τηγανητά / γεμιστά / σε κονσέρβα. [μσν. καλαμάρι(ο)ν (στη σημερ. σημ.) < καλαμάριον (δες καλαμάρι 2) (από το μαύρο υγρό που αφήνει και από την ομοιότητα του σχήματος με τα παλιά μελανοδοχεία)]
- καλαμάρι 2 το : (παρωχ.) μελανοδοχείο: Bούτηξε την πένα στο ~. ΦΡ λέω / διηγούμαι σε κπ. κτ. χαρτί* και ~.
[μσν. καλαμάρι < καλαμάριον < αρχ. κάλαμ(ος) `πένα από καλάμι΄ -άριον, ουδ. του -άριος < λατ. -arius (δες -άρης, -άρι) (πρβ. υστλατ. calamarius ίδ. σημ.)]
- καλαμαριά η [kalamarjá] Ο24 : (παρωχ.) επιτραπέζιο μελανοδοχείο με ένα ή με δύο δοχεία για μελάνι.
[καλαμάρ(ι) 2 -ιά]
- καλαμαριέρα η [kalamarjéra] Ο25α : αλιευτικό όργανο που χρησιμοποιείται για το ψάρεμα καλαμαριών.
[καλαμάρ(ι) 1 -ιέρα]