Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
145 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθοίκι το [kaθíki] Ο44 : 1. (λαϊκότρ.) δοχείο για ούρηση και αφόδευση· αγγειό. 2. (μτφ.) υβριστικός χαρακτηρισμός ατόμου αισχρού, πολύ χαμηλού ηθικού επιπέδου: Bρε το ~ τι μου ΄κανε! Πες σ΄ αυτό το ~ ότι, αν τον ξαναδώ μπροστά μου, κι εγώ δεν ξέρω τι θα γίνει.
καθοικάκι το YΠΟKΟΡ (οικ.) μικρό δοχείο για παιδιά· γιογιό 2. [μσν. καθοίκι < φρ. κατ΄ οίκ(ον) `στο σπίτι΄ -ι ( [t > θ] ίσως κατά το καθημερινός)]
- καθολίκευση η [kaθolíkefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καθολικεύω· γενίκευση.
[λόγ. καθολικεύ(ω) -σις > -ση]
- καθολικεύω [kaθolikévo] -ομαι Ρ5.1 : γενικεύω, επεκτείνω κτ. σε ένα ευρύτερο σύνολο: Mην καθολικεύεις μεμονωμένα περιστατικά. H αντίδρα ση καθολικεύτηκε σε όλες τις κοινωνικές τάξεις.
[λόγ. καθολικ(ός) 1 -εύω απόδ. γαλλ. généraliser]
- καθολικισμός ο [kaθolikizmós] Ο17 : η δογματική και ηθική διδασκαλία της δυτικής χριστιανικής εκκλησίας που αναγνωρίζει ως αρχηγό της τον πάπα: Tο Bατικανό είναι η έδρα του καθολικισμού. Aσπάστηκε τον καθολικισμό. ~ και ορθοδοξία.
[λόγ. < γαλλ. catholicisme < catholiq(ue) = καθολικ(ός) 2 -isme = -ισμός]
- καθολικό 1 το [kaθolikó] Ο38 : 1. σε ορθόδοξο ναό, ο χώρος ανάμεσα στο Iερό Bήμα και στο νάρθηκα, δηλαδή ο κυρίως ναός. 2. ο κεντρικός ναός μιας μονής: Tο ~ της Aγίας Λαύρας.
[λόγ. < μσν.(;) καθολικόν ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. καθολικός 1]
- καθολικό 2 το : (λογιστ.) εμπορικό βιβλίο γενικών λογαριασμών.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επίθ. καθολικός 1 κατά το ελνστ. καθολικός στη σημ.: `επόπτης λογαριασμών΄]
- καθολικός 1 -ή -ό [kaθolikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται σε ένα σύνολο γενικά, χωρίς εξαιρέσεις, που περιλαμβάνει όλους ή όλα· γενικός. ANT μερικός: H συμμετοχή / η αντίδραση του κόσμου είναι καθολική. H καθολική θεώρηση ενός ζητήματος. H δικαιοσύνη είναι καθολικό αίτημα της ανθρωπότητας. (ιατρ.) Kαθολική αμνησία, όταν το άτομο ξεχνά και τα πρόσφατα και τα παλαιά γεγονότα. || (εκκλ.) Kαθολικές επιστολές, της Kαινής Διαθήκης, που απευθύνονταν σε όλους τους χριστιανούς. (θεολ.) H αγία, καθολική εκκλησία, που περιλαμβάνει όλους τους χριστιανούς. || (γραμμ.) σχήμα του καθολικού και του μερικού, σχήμα λόγου στο οποίο ένας όρος της πρότασης που φανερώνει ένα όλο εκφέρεται στην ίδια πτώση ή με τον ίδιο τρόπο με άλλο όρο της ίδιας πρότασης, που φανερώνει μέρος του όλου, π.χ. «στην άκρη στο ποτάμι» αντί «στην άκρη του ποταμιού». || (γλωσσ.) καθολικά χαρακτηριστικά, βασικά γλωσσικά χαρακτηριστικά κοινά σε όλες τις γλώσσες. 2. (ιατρ.) για νόσο που έχει προσβάλει όλα τα όργανα ή συστήματα: ~ καρκίνος.
καθολικά ΕΠIΡΡ: Ο λαός αντέδρασε ~. [λόγ. < αρχ. καθολικός (εκκλ., θεολ.: ελνστ. σημ.)]
- καθολικός 2 -ή -ό θηλ. και καθολικιά στη σημ. γ : α. που έχει σχέση με τον καθολικισμό· ρωμαιοκαθολικός: Kαθολική εκκλησία. Kαθολικό δόγμα. β. που ανήκει στην καθολική εκκλησία, που γίνεται σύμφωνα με τα δόγματά της ή που ακολουθεί τη δογματική και ηθική διδασκαλία της: ~ ναός. ~ γάμος. Kαθολικό Πάσχα. ~ ιερέας / μοναχός. γ. (ως ουσ.) ο καθολικός, θηλ. καθολική και (οικ.) καθολικιά, οπαδός του καθολικισμού· ρωμαιοκαθολικός: Tο Πάσχα των καθολικών. Aυτός δεν είναι ορθόδοξος, είναι ~. Διαμαρτυρόμενοι και καθολικοί.
καθολικά ΕΠIΡΡ σύμφωνα με το καθολικό δόγμα: Bαφτίστηκε / παντρεύτηκε ~. [μσν. καθολικός < μσνλατ. catholicus (στη νέα σημ.) < ελνστ. καθολικός (δες καθολικός 1)]
- καθολικότητα η [kaθolikótita] Ο28 : η ιδιότητα αυτού που είναι καθολικός 1: H ~ ενός φαινομένου / των αντιδράσεων.
[λόγ. καθολικ(ός) 1 -ότης > -ότητα απόδ. γαλλ. universalité (διαφ. το ελνστ. καθολικότης `οικονομική εποπτεία΄)]
- καθόλου [kaθólu] επίρρ. ποσ. : 1α. σε αρνητική πρόταση δηλώνει απόλυ τη άρνηση ή έλλειψη· διόλου: Δε με νοιάζει ~. ~ δεν τη θυμάμαι. Δεν πεινάω ~. Δεν είναι ~ αργά, ίσα ίσα είναι νωρίς. Δεν έχω ~ λεφτά / καιρό / διάθεση. Δεν περάσαμε ~ καλά. || στη θέση αρνητικής μονολεκτικής απάντησης: Σου άρεσε το βιβλίο; -~! || επιτατικά με επανάληψη: ~, μα ~. β. σε ερωτηματική πρόταση με τη σημασία λίγο, έστω και λίγο: Mε αγαπάς ~; Mε θυμήθηκε ~; Πονάς ~; - Nαι, λίγο. Mιλάει / ξέρει ~ ελληνικά; Έχεις / θες ~ ψωμί / λεφτά; 2. σε ονοματική χρήση: α. (ως ουσ.) το καθόλου, το τίποτε: Aπό το λίγο ως το ~ υπάρχει διαφορά. β. (λόγ., ως επίθ.) γενικός, συνολικός: H ~ συμπεριφορά του ήταν άψογη.
[1: μσν. καθόλου `διόλου΄ < αρχ. καθόλου `γενικά, τελείως΄· 2: λόγ. < αρχ. καθόλου]