Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθαρτήριος -α -ο [kaθartírios] Ε6 : 1. που γίνεται ή που χρησιμεύει για εξαγνισμό: Kαθαρτήρια θυσία. Kαθαρτήριες τελετές. Kαθαρτήριο πυρ. 2. (ως ουσ.) το καθαρτήριο, σύμφωνα με τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία, ο τόπος όπου οι ψυχές των αμαρτωλών περνούν από τη δοκιμασία της κάθαρσης και εξαγνίζονται για να γίνουν δεκτές στον παράδεισο· πουργκατόριο.
[λόγ.: 1: ελνστ. καθαρτήριος· 2: σημδ. ιταλ. purgatorio]