Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κίονας
1 εγγραφή
κίονας ο [kíonas] Ο5 : (αρχιτ.) υποστύλωμα με κυκλική διατομή· κολόνα1: Δωρικός / ιωνικός / κορινθιακός ~. Οι βασιλικές χωρίζονται με κίονες σε κλίτη. κιονίσκος ο YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. κίων, αιτ. -ονα· λόγ. < ελνστ. κιονίσκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες