Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κέφι το [kéfi] Ο44 : 1. καλή ή χαρούμενη διάθεση: Δεν έχω ~ σήμερα. Είχε ένα διαβολεμένο ~. Άναψε το ~. Δε χάνει ποτέ το ~ του. (έκφρ.) κάνω / έρχομαι / είμαι στο ~· (πρβ. τσακίρ ~). ΦΡ τον / το κάνω ~, μου αρέσει πολύ. 2. διάθεση, όρεξη για κτ.: Δεν είχε ~ ούτε καλημέρα να πει. Aυτό που θα σου πω θα σου φτιάξει το ~. Πώς πάνε τα κέφια; Δεν έχω ~ για δουλειά σήμερα. Άρχισε τη δουλειά με τόσο ~! Aνάλογα με το ~ / με τα κέφια μου. Kατά το ~ / τα κέφια μου. (έκφρ.) κτ. μου κάνει ~, μου αρέσει: Δε μου κάνει ~ να πάω στον κινηματογράφο. κάνω το ~ μου, κάνω αυτό που μου αρέσει χωρίς να λογαριάζω κανέναν, χωρίς να υπολογίζω τίποτε: Έκανε καλά καλά το ~ του και μετά την παράτησε, σύναψε δεσμό μαζί της και μετά
Kάνε το ~ σου!
[τουρκ. keyif (από τα αραβ.), διαλεκτ. kef -ι]
- κεφίρ το [kefír] Ο (άκλ.) : δροσιστικό ποτό από ξινόγαλα.
[λόγ. < γαλλ. kéfir (< ρωσ. < γλ. του Καυκάσου)]