Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιπποπόταμος ο [ipopótamos] Ο20α : μεγαλόσωμο παχύδερμο θηλαστικό ζώο, που ζει κοντά σε λίμνες και σε ποτάμια της Aφρικής. || (χλευ.) για πολύ χοντρό και άσχημο άνθρωπο.
[λόγ. < ελνστ. ἱπποπόταμος]