Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιπποπόταμος
1 εγγραφή
ιπποπόταμος ο [ipopótamos] Ο20α : μεγαλόσωμο παχύδερμο θηλαστικό ζώο, που ζει κοντά σε λίμνες και σε ποτάμια της Aφρικής. || (χλευ.) για πολύ χοντρό και άσχημο άνθρωπο.

[λόγ. < ελνστ. ἱπποπόταμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες