Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιμπρεσιονισμός ο [impresionizmós] Ο17 : 1. τεχνοτροπία και καλλιτεχνική κίνηση που εκδηλώθηκε στη ζωγραφική κατά τα τέλη του 19ου αι., με κύριο χαρακτηριστικό την προσπάθεια απεικόνισης των φευγαλέων εντυπώσεων που προκαλούν στο ανθρώπινο μάτι οι χρωματικές αντανακλάσεις του φωτός πάνω στα αντικείμενα, σε μια δεδομένη στιγ μή: Ο γαλλικός ~. Εκπρόσωποι του ιμπρεσιονισμού. Οι πηγές του ιμπρεσιονισμού εντοπίζονται στους τοπιογράφους του 18ου αι. Ο εξπρεσιονισμός εμφανίστηκε ως αντίποδας του ιμπρεσιονισμού. 2. στη λογοτεχνία και στη μουσική, ανάλογη τεχνοτροπία που επιδιώκει να εκφράσει τις στιγμιαίες εντυπώσεις, τις πιο λεπτές αποχρώσεις και διαβαθμίσεις των συναισθημάτων.
[λόγ. < γαλλ. impressionisme (-isme = -ισμός) (ορθογρ. δαν.)]