Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιμπεριαλισμός ο [imberializmós] Ο17 : η τάση ενός κράτους να επεκτείνει την οικονομική και πολιτική του επιρροή σε βάρος άλλων κρατών ή λαών, χρησιμοποιώντας τη στρατιωτική ή οικονομική του υπεροχή: Ρωμαϊκός ~. Aγγλικός ~· (πρβ. αποικιοκρατία). Γερμανικός / αμερικάνικος / σοβιετικός ~. «Ο ~, το τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού».
[λόγ. < γαλλ. impérialisme (-isme = -ισμός) (ορθογρ. δαν.)]