Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιμάμ
2 εγγραφές [1 - 2]
ιμάμ μπαϊλντί το [imám baildí] & ιμάμ το [imám] Ο (άκλ.) : είδος φαγητού από μελιτζάνες γεμισμένες με κρεμμύδια, ντομάτες κτλ., που τις ψήνουν με πολύ λάδι.

[τουρκ. imambayθldθ· αποβ. του β' συνθ.]

ιμάμης ο [imámis] Ο11 : α. στη μουσουλμανική θρησκεία, ο ιερέας που, από το μιναρέ, καλεί τους πιστούς σε προσευχή· (πρβ. χότζας, μουεζίνης): Ψηλά από το μιναρέ, η φωνή του ιμάμη καλούσε τους πιστούς σε προσευχή. β. τίτλος μουσουλμάνων ηγεμόνων ή αρχηγών θρησκευτικής κοινότητας· (πρβ. χαλίφης).

[τουρκ. imam -ης (από τα αραβ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες