Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ικεσία η [ikesía] Ο25 : η πράξη του ικετεύω· θερμή παράκληση, συνήθ. για παροχή προστασίας, βοήθειας κτλ.: Παρ΄ όλες τις ικεσίες της, αυτός έμενε ασυγκίνητος.
[λόγ. < αρχ. ἱκεσία]