Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιεραρχία η [ierarxía] Ο25 : 1. το σύνολο των θέσεων υπηρεσίας ή οργανισμού, σε μια σειρά που δείχνει τη σχέση εξάρτησης (διαταγής, υποταγής), η οποία υπάρχει μεταξύ των προσώπων που κατέχουν αυτές τις θέσεις: Στρατιωτική / δημοσιοϋπαλληλική / κομματική ~. Aνέβηκε όλη την κλίμακα της υπαλληλικής ιεραρχίας. Παραβιάζοντας την ~, αναφέρθηκε κατευθείαν στον υπουργό. 2. Iεραρχία, οι ανώτατοι κληρικοί (ιεράρχες) που αποτελούν τη διοίκηση μιας ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας: H ~ (της Εκκλησίας) της Ελλάδας. 3. (φιλοσ.) ταξινόμηση όντων και ιδεών με τέτοιον τρόπο, ώστε κάθε βαθμίδα να είναι αμέσως ανώτερη από την προηγούμενη: H ~ των ηθικών αξιών / των κοινωνικών φαινομένων. Ο άνθρωπος βρίσκεται στην ανώτερη βαθμίδα της ιεραρχίας των όντων.
[λόγ.: 2: ελνστ. ἱεραρχία `ιεραρχική κατάταξη των αγγέλων΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· 1, 3: γαλλ. hiérarchie (στις νέες σημ.) < μσνλατ. hierarchia < ελνστ. ἱεραρχία]