Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιεράρχης ο [ierárxis] Ο10 : γενική ονομασία για ανώτατους κληρικούς (επισκόπους, μητροπολίτες, πατριάρχες): Οι άγιοι ιεράρχες. H σύνοδος των ιεραρχών θα αποφασίσει για το χωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος. || Οι Tρεις Iεράρχες, ο Mέγας Bασίλειος, ο Iωάννης Xρυσόστομος και ο Γρηγόριος Nαζιανζηνός, επιφανείς θεολόγοι και άγιοι της χριστιανικής θρησκείας.
[λόγ. < ελνστ. ἱεράρχης]
- ιεράρχηση η [ierárxisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ιεραρχώ, η τακτοποίηση σε μια σειρά που δείχνει προτεραιότητα και αξία: H ~ στόχων / αιτημάτων.
[λόγ. ιεραρχη- (ιεραρχώ) -σις > -ση]