Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιδεολόγημα
1 εγγραφή
ιδεολόγημα το [iδeolójima] Ο49 : ως χαρακτηρισμός μιας ιδέας ή μιας άποψης, η οποία έχει επινοηθεί για να στηρίζει μια άλλη άποψη ή ένα σκοπό, δεν αντιστοιχεί όμως στην πραγματικότητα: Είναι μια άποψη τελείως προσωπική, ένα ~ που επιζητεί τη συναίνεσή μας.

[λόγ. ιδεολογη- (ιδεολογώ < ιδεο- + -λογώ) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες