Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεοκρατία
1 εγγραφή
θεοκρατία η [θeokratía] Ο25 : πολιτικό σύστημα στο οποίο η εξουσία, που πηγή της θεωρείται ο Θεός, ασκείται από τον κλήρο σύμφωνα με τους κανόνες της θρησκείας.

[λόγ. < ελνστ. θεοκρατία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες