Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ημιευθεία η [imiefθía] Ο25 : (μαθημ.) καθένα από τα δύο τμήματα στα οποία χωρίζεται μια ευθεία από ένα σημείο που βρίσκεται επάνω σε αυτήν.
[λόγ. ημι- + ευθεία μτφρδ. γαλλ. demi-droite]