Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ημίφωνο το [imífono] Ο40 : (γλωσσ.) φθόγγος ενδιάμεσος ανάμεσα σε φωνήεν και σύμφωνο· στα νέα ελληνικά ημίφωνα μπορεί να γίνουν το [i] και το [u], όταν σε γρήγορη προφορά αποτελέσουν μία συλλαβή με το προηγούμενο ή το επόμενο φωνήεν, π.χ. κρυώνω, βόηθα, άκουα, χάιδε ψα.
[λόγ. < αρχ. ἡμίφωνον (= εξακολ. σύμφ. π.χ. σ, ρ) σημδ. γερμ. Halbvokal ή γαλλ. semi-voyelle (π.χ. [w] ), σφαλερά αντί π.χ. “ημιφωνήεν” ή “ημισύμφωνο” (πρβ. και γαλλ. συν. semi-consonne, γερμ. συν. Halbkonsonant)]
- ημιφωνοποίηση η [imifonopíisi] Ο33 : (γλωσσ.) τροπή ενός φωνήεντος σε ημίφωνο.
[λόγ. ημίφων(ον) -ο- + -ποίη(σις) -ση]