Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
65 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηλεκτροπληξία η [ilektropliksía] Ο25 : βίαιος και σφοδρός κλονισμός του νευρικού συστήματος, συχνά θανατηφόρος, που προκαλείται από τη διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος σε ένα ζωντανό οργανισμό: Kίνδυνος ηλεκτροπληξίας.
[λόγ. ηλεκτρο- + αρχ. πλῆξ(ις) `χτύπημα΄ -ία μτφρδ. αγγλ. electric shock ή electroshock (electro- = ηλεκτρο-)]
- ηλεκτροσκόπιο το [ilektroskópio] Ο40 : όργανο με το οποίο ελέγχεται η ύπαρξη ηλεκτρικών φορτίων και προσδιορίζεται το σημείο τους σε ένα σώμα.
[λόγ. < γαλλ. électroscope < électro- = ηλεκτρο- + -scope = -σκόπιον]
- ηλεκτροσόκ το [ilektrosók] Ο (άκλ.) : μέθοδος ψυχιατρικής θεραπείας που συνίσταται στη διοχέτευση εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος στον εγκέφαλο. || Tον βασάνισαν άγρια με ~.
[λόγ. < αγγλ. electroshock < electro- = ηλεκτρο- + shock `χτύπημα΄]
- ηλεκτροστατική η [ilektrostatikí] Ο29 : (φυσ.) κλάδος της φυσικής που εξετάζει τα διάφορα φαινόμενα του στατικού ηλεκτρισμού.
[λόγ. < γαλλ. électrostatique < électro- = ηλεκτρο- + statique = στατική]
- ηλεκτροστατικός -ή -ό [ilektrostatikós] Ε1 : (φυσ.) που αναφέρεται στην ηλεκτροστατική: Hλεκτροστατική δύναμη.
[λόγ. ηλεκτροστατ(ική) -ικός]
- ηλεκτροσυγκόλληση η [ilektrosiŋgólisi] Ο33 : συγκόλληση μετάλλων, με τη βοήθεια ειδικής ηλεκτρικής συσκευής με την οποία θερμαίνουμε και λιώνουμε τα μέταλλα· ηλεκτροκόλληση.
[λόγ. ηλεκτρο- + συγκόλλη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. electric soldering / welding ή γαλλ. soudure électrique]
- ηλεκτροσυγκολλητής ο [ilektrosiŋgolitís] Ο7 : τεχνίτης ειδικός στην ηλεκτροσυγκόλληση.
[λόγ. ηλεκτροσυγκόλλη(σις) -τής]
- ηλεκτροτεχνία η [ilektrotexnía] Ο25 : κλάδος της επιστήμης και της τεχνολογίας που μελετά τις τεχνικές εφαρμογές του ηλεκτρισμού και τα σχετικά με τον ηλεκτρισμό κατασκευαστικά προβλήματα.
[λόγ. ηλεκτρο- + τέχν(η) -ία μτφρδ. γαλλ. électrotechnique < electro- = ηλεκτρο- + technic = τεχνική]
- ηλεκτροτεχνίτης ο [ilektrotexnítis] Ο10 : τεχνίτης απόφοιτος συνήθ. κατώτερης σχολής, ειδικευμένος σε ηλεκτρολογικές εργασίες ή στο χειρισμό ηλεκτρικών μηχανημάτων.
[λόγ. < διεθ. electro- = ηλεκτρο- + technicien = τεχνίτης]
- ηλεκτροφόρος -ος / -α -ο [ilektrofóros] Ε14 : που μεταφέρει ηλεκτρικό ρεύμα: Hλεκτροφόρο σύρμα. Hλεκτροφόρα καλώδια. || Hλεκτροφόρα ζώα, ζώα, κυρίως ψάρια, που έχουν την ιδιότητα να παράγουν ηλεκτρισμό.
[λόγ. < διεθ. electro- = ηλεκτρο- + -phore = -φόρος (διαφ. το μσν. ηλεκτροφόρα δένδρα `δέντρα που παράγουν ήλεκτρο΄)]