Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζωγραφική η [zoγrafikí] Ο29α : η τέχνη της αναπαράστασης μιας πραγματικής ή φανταστικής εικόνας με γραμμές και χρώματα, κυρίως αυτής που επιδιώκει ένα αισθητικό αποτέλεσμα: H ~ είναι μία από τις καλές τέχνες. Έχει ταλέντο στη ~. Έργο / πίνακας ζωγραφικής. Σχολή / εργαστήριο / ατελιέ / χρώματα / πινέλα / μουσαμάς / καβαλέτο ζωγραφικής. Έκθεση ζωγραφικής. ~ άγιων εικόνων, αγιογραφία. ~ τοπίων, τοπιογραφία. ~ με ελαιοχρώματα, ελαιογραφία. || σύνολο έργων ζωγραφικής ορισμένης τεχνοτροπίας, εποχής κτλ.: Λαϊκή / ναΐφ / πριμιτιβιστική ~. Aκαδημαϊκή / μοντέρνα / ανεικονική ~. Σχολή / ρυθμός ζωγραφικής. Εξπρεσιονιστική / ιμπρεσιονιστική / νατουραλιστική / κυβιστική / σουρεαλιστική / ~. H ~ της Aναγέννησης.
[ελνστ. ζωγραφική (ενν. τέχνη), ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. ζωγραφικός `ικανός στη ζωγραφική΄]
- ζωγραφικός -ή -ό [zoγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στη ζωγραφική, που τον έχουν φτιάξει με τον τρόπο της ζωγραφικής· (συνήθ. σε αντιδιαστολή προς τα γλυπτός, ανάγλυφος, ψηφιδωτός κτλ.): Zωγραφική εικόνα / παράσταση / σύνθεση / διακόσμηση. Zωγραφικό έργο. Ο γλυπτός και ο ~ διάκοσμος ενός ναού. || H ζωγραφική παραγωγή μιας εποχής, τα έργα ζωγραφικής.
[λόγ. ζωγραφ(ική) -ικός (διαφ. το συγγ. αρχ. ζωγραφικός `ικανός στη ζωγραφική΄)]