Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζελέ το [zelé] Ο (άκλ.) & ζελές ο [zelés] Ο13 : 1α. χυμός από βρασμένο κρέας που έπηξε με ψύξη. β. χυμός από φρούτα και ζάχαρη που έπηξε με ψύξη· φρουί ζελέ. || γλύκισμα με βάση ζελέ. 2. κολλώδης ουσία που χρησιμοποιείται στην κομμωτική για τη σταθεροποίηση του χτενίσματος· τζελ.
[λόγ. < γαλλ. gelée· ζελέ -ς]