Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζαφορά
1 εγγραφή
ζαφορά η [zaforá] Ο24 : 1. είδος φυτού που καλλιεργείται για τις χρωστικές και φαρμακευτικές του ιδιότητες· κρόκος. 2. το κίτρινο χρώμα που παράγεται απ΄ αυτό το φυτό.

[αραβ. zâfaran, με ανομ. του μεσαίου από τα τρία όμ. φων. και αποβ. του τελικού [n] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες