Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζήτηση η [zítisi] Ο32α : 1. (οικον.) η διάθεση που εκδηλώνεται από μέρους των καταναλωτών για την αγορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας: Mεγάλη / μικρή / περιορισμένη ~. Ο νόμος της προσφοράς* και της ζήτησης. H τιμή οποιουδήποτε αγαθού ή υπηρεσίας επηρεάζεται από το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Tο μέγεθος της ζήτησης ενός προϊόντος. H αύξηση του εισοδήματος των μισθωτών θα ενισχύσει τη ~. || Ενεργός ή αποτελεσματική ~, η ικανότητα των καταναλωτών να αγοράσουν ένα προϊόν ή μια υπηρεσία. || αγοραστική κίνηση: H ~ στην αγορά αυξάνεται κατά την περίοδο των εκπτώσεων. 2. (σπάν.) ό,τι και όσο ζητάει κάποιος ή κτ.: Ο κινητήρας δεν ανταποκρίνεται στη ~ της επιτάχυνσης. (έκφρ.) σε πρώτη ~, αμέσως μόλις ζητηθεί κτ.: Θα σας επιστρέψω τα χρήματα σε πρώτη ~.
[αρχ. ή λόγ. < αρχ. ζήτη(σις) `ψάξιμο, έρευνα΄ -ση]