Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζήλος ο [zílos] Ο18α : η έντονη και έμπρακτη προθυμία, η βαθιά πίστη και αφοσίωση κατά την εκτέλεση ενός έργου ή την ανάληψη μιας δραστηριότητας· ζέση, θέρμη, ενθουσιασμός: Δείχνω / έχω ζήλο για κτ. Aφοσιώνομαι / αγωνίζομαι / εργάζομαι με ζήλο, πάθος. Όχι μόνο δέχτηκε να μας βοηθήσει, παρά και επέδειξε πρωτοφανή ζήλο. Θρησκευτικός ~. Yπερβάλλων ~.
[λόγ. < αρχ. ζῆλος]