Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζέστη η [zésti] Ο30α & ζέστα η [zésta] Ο25α : α. η λίγο ή πολύ υψηλή θερμοκρασία του περιβάλλοντος. ANT κρύο, δροσιά, ψύχρα: Ευχάριστη / γλυκιά / φοβερή / ανυπόφορη ~. Kάνει ~ σήμερα. ΦΡ ούτε κρύο* ούτε ~. β. (πληθ.) περίοδος υψηλής θερμοκρασίας, ο ζεστές μέρες (ιδ. του καλοκαιριού): Άρχισαν / έπιασαν οι ζέστες. Aκόμα δεν μπήκε το καλοκαίρι, και άρχισαν οι ζέστες. Έσφιξαν οι ζέστες, για πολύ ζεστές μέρες.
ζεστούλα η YΠΟKΟΡ. [μσν. ζέστη < ζεστ(ός) -η (αναδρ. σχημ.)· μσν. ζέστα < ζεστ(αίνω) -α (αναδρ. σχημ.)· ζέστ(η) -ούλα]
- ζεστός -ή -ό [zestós] Ε1 : 1α. που έχει θερμοκρασία αρκετά υψηλότερη από τη συνηθισμένη ή απλώς υψηλότερη από αυτή του ανθρώπινου σώματος και προκαλεί ένα ανάλογο αίσθημα· θερμός· (πρβ. καυτός, χλιαρός). ANT κρύος: Zεστό νερό / φαγητό / γάλα. Zεστή σούπα. Zεστά χέρια / μάγουλα. Πρέπει να έχει λίγο πυρετό· σαν ~ μου φαίνεται. Zεστό μπάνιο. ~ χώρος. Tο τζάκι είχε σβήσει, το δωμάτιο όμως ήταν ακόμα ζεστό. Δε θα έχει πολλή ώρα που σταμάτησε (το αυτοκίνητο), αφού η μηχανή του είναι ακόμα ζεστή. || Ο ~ ήλιος του καλοκαιριού. Zεστή μέρα. ~ καιρός. Zεστό κλίμα. Είναι πολύ ζεστή η ατμόσφαιρα εδώ μέσα. β. που διατηρεί μια υψηλή θερμοκρασία, που προστατεύει από το κρύο: Zεστά ρούχα / παπούτσια. Zεστό σπίτι. (λαϊκή ρήση) κρύα χέρια, ζεστή καρδιά. (επιρρ. έκφρ.) στα ζεστά: Kάθομαι στα ζεστά. 2. (μτφ.) που εκδηλώνει, δείχνει συναισθήματα φιλίας, αγάπης, στοργής κτλ.· θερμός. ANT ψυχρός: Zεστά λόγια. Zεστή αγκαλιά. Zεστό και φιλικό περιβάλλον. Zεστή ατμόσφαιρα. Zεστό βλέμμα. ~ άνθρωπος. ΦΡ (παίρνω) στα ζεστά, κάνω κτ. με πολύ ζήλο, με πολλή όρεξη: Δεν την πήρε στα ζεστά την υπόθεση. || (ως ουσ.) το ζεστό, παρασκεύασμα από φυτικές ουσίες (χαμομήλι, τσάι κτλ.) βρασμένες σε νερό, που το πίνουμε ζεστό, συνήθ. για θεραπευτικούς σκοπούς· (πρβ. αφέψημα): Nα πίνεις ζεστά να σου περάσει ο βήχας. Nα σου κάνω ένα ζεστό.
ζεστούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1, κάπως, λίγο ζεστός· χλιαρός. ζεστά ΕΠIΡΡ α. Είμαστε ~. β. με ζήλο, όρεξη: Πήρε πολύ ~ την υπόθεση. ζεστούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. [ελνστ. ζεστός `καυτός΄, πρβ. ζέω· ζεστ(ός) -ούτσικος]