Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εύρηκα [évrika] (άκλ.) : επιφωνηματικά για να δηλώσει ενθουσιασμό, όταν βρει κανείς κτ., συνήθ. τη λύση ενός δύσκολου προβλήματος, ή όταν έχει ξαφνικά μια έμπνευση.
[λόγ. < αρχ. εὕρηκα πρκ. του εὑρίσκω (από την αναφώνηση που αποδίδεται στον Aρχιμήδη, όταν αυτός ανακάλυψε το νόμο της υδροστατικής)]