Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εφοπλιστής ο [efoplistís] Ο7 θηλ. εφοπλιστής [efoplistís] & εφοπλίστρια [efoplístria] Ο27 & (οικ.) εφοπλιστίνα [efoplistína] Ο26 : αυτός που εκμεταλλεύεται εμπορικά ένα ή περισσότερα πλοία ως ιδιοκτήτης (πλοιοκτήτης) ή ως ναυλωτής. || (θηλ.) γυναίκα που έχει εφοπλιστικές επιχειρήσεις ή σύζυγος εφοπλιστή.
[λόγ. < αρχ. ἐφοπλισ- (ἐφοπλίζω) `εξοπλίζω΄ -τής μτφρδ. γαλλ. armateur `που ”εξοπλίζει” ένα καράβι΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· λόγ. εφοπλισ(τής) -τρια· εφοπλιστ(ής) -ίνα]