Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
378 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευεργέτης ο [everjétis] Ο10 θηλ. ευεργέτιδα [everjétiδa] Ο27α & (προφ.) ευεργέτισσα [everjétisa] Ο27 : αυτός που πρόσφερε βοήθεια, που έκανε καλό σε κπ.: Φέρθηκε αχάριστα στον ευεργέτη του. || (ως επίσημος χαρακτηρισμός) αυτός που πρόσφερε βοήθεια, ιδίως οικονομική, για να πραγματοποιηθεί κάποιο έργο χρήσιμο στο κοινωνικό σύνολο: ~ φιλανθρωπικού / πνευματικού ιδρύματος. Δωρητές, ευεργέτες και μεγάλοι ευεργέτες του Πανεπιστημίου. Εθνικός ~, που ωφέλησε ολόκληρο το έθνος. || ~ της ανθρωπότητας.
[λόγ. < αρχ. εὐεργέτης· λόγ. < αρχ. εὐεργέτις, αιτ. -ιδα· λόγ. < ελνστ. εὐεργέτισσα]
- ευεργετικός -ή -ό [everjetikós] Ε1 : 1.που είναι ωφέλιμος για κπ. ή για κτ.: Ευεργετική δράση. Ευεργετικές συνέπειες. Ευεργετικά αποτελέσματα. Tο κλίμα του βουνού ασκεί ευεργετική επίδραση στην υγεία του ανθρώπου. Mια βροχή πολύ ευεργετική για τις καλλιέργειες. 2. (παρωχ.): (Θεατρική) παράσταση ευεργετική για κπ., που τα έσοδά της δίνονταν σε ορισμένο πρόσωπο, ιδίως ηθοποιό, ως βοήθημα. (έκφρ.) έχω την ευεργετική μου, για κπ. που του συμβαίνουν πολλές μικρές ατυχίες ή αναποδιές· (πρβ. έκφρ. έχω την τιμητική* μου).
ευεργετικά ΕΠIΡΡ: Tα σπορ επιδρούν ~ στην υγεία. [λόγ.: 1: αρχ. εὐεργετικός `που κάνει ευεργεσίες΄· 2: σημδ. αγγλ. benefit performance]
- ευεργετώ [everjetó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω μια καλή πράξη, παρέχω βοήθεια σε κπ.: Tον έχω ευεργετήσει άπειρες φορές, αλλά δεν το αναγνωρίζει. || (επέκτ.) ωφελώ κπ. ή κτ.: H ανθρωπότητα ευεργετήθηκε αφάνταστα από τις ανακαλύψεις του.
[λόγ. < αρχ. εὐεργετῶ]
- ευερέθιστος -η -ο [everéθistos] Ε5 : που ερεθίζεται εύκολα, που εξάπτεται και εκνευρίζεται με το παραμικρό: ~ άνθρωπος, ευέξαπτος.
[λόγ. < ελνστ. εὐερέθιστος]
- ευζωία η [evzoía] Ο25 (χωρίς πληθ.) : (λόγ.) καλοζωία, άνετη ζωή, καλοπέραση.
[λόγ. < αρχ. εὐζωΐα]
- εύζωνας ο [évzonas] Ο5 πληθ. και ευζώνοι : (προφ.) ο εύζωνος.
ευζωνάκι το YΠΟKΟΡ. [εύζων(ος) μεταπλ. -ας]
- ευζωνικός -ή -ό [evzonikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον εύζωνο: Ευζωνική στολή. Tο ευζωνικό σώμα και ως ουσ. το ευζωνικό, οι μονάδες των ευζώνων ως σύνολο.
[λόγ. εύζων(ος) -ικός]
- εύζωνος ο [évzonos] Ο19 : επίσημη ονομασία Έλληνα στρατιώτη του ελαφρού πεζικού που φορούσε την εθνική ενδυμασία (φουστανέλα, τσαρούχια κτλ.)· τσολιάς: Mονάδα / λόχος / τάγμα ευζώνων. || Οι εύζωνοι της προεδρικής φρουράς. Εύζωνοι, φρουροί στον Άγνωστο Στρατιώτη.
[λόγ. < αρχ. εὔζωνος `ελαφριά οπλισμένος στρατιώτης΄]
- ευήκοος -η -ο [evíkoos] Ε5 : μόνο στη λόγια έκφραση τείνω ευήκοον ους*.
[λόγ. < αρχ. εὐήκοος]
- ευήλιος -α -ο [evílios] Ε6 : (λόγ., για χώρο, ιδ. κλειστό ή στεγασμένο) προσήλιος, προσηλιακός: Πωλείται διαμέρισμα ευάερο και ευήλιο.
[λόγ. < αρχ. εὐήλιος]