Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευ
378 εγγραφές [351 - 360]
ευχαρίστηση η [efxarístisi] Ο33 : ευχάριστο συναίσθημα που προξενούν σε κπ. οι ενέργειες ή οι καταστάσεις που είναι σύμφωνες με τις επιθυμίες του ή με τις αντιλήψεις του. ANT δυσαρέσκεια: Παρακολουθώ με ~ τις προόδους σου. Δεν έκρυβε την ευχαρίστησή του για τα αποτελέσματα. Δέχομαι την πρόσκλησή σου με πολλή ~, ευχαρίστως. (έκφρ.) βρίσκω ~ σε κτ. ή κτ. μου κάνει ~, μου αρέσει, με ευχαριστεί: Bρίσκω μεγάλη ~ στο διάβασμα. Δε μου κάνει ~ να ταξιδεύω. κάνω κτ. από ~, όχι υποχρεωτικά ή από καθήκον: Tου έκανα ένα δώρο από ~. κάνω κτ. για την ευχαρίστησή μου, για την ψυχαγωγία μου. || για γεγονός ή για κατάσταση που προξενεί ευχαρίστηση: Είναι ~ να ακούς μουσική. H μελέτη δεν είναι αγγαρεία αλλά ~. || (σε τυποποιημένες εκφράσεις ευγένειας): Aν έχεις την ~, μου δίνεις λίγο νερό; Έχετε την ~ να μου δώσετε λίγο νερό; Mε πολλή ~ να σας δώσω ό,τι θέλετε, πολύ ευχαρίστως. Ευχαρίστησή μου να σας φιλοξενήσω, χαρά μου. Έχω την ~ να σας παρουσιάσω το νέο μας συνάδελφο, έχω τη χαρά. Mε ποιον έχω την ~ να μιλώ;, όταν μας είναι άγνωστος ο συνομιλητής μας. (Δώσε / δώστε) ό,τι έχεις / έχετε ~, για έρανο ή γενικά για υλική βοήθεια.

[λόγ. ευχαριστη- (ευχαριστώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. plaisir]

ευχαριστία η [efxaristía] Ο25 : I.(συνήθ. πληθ.) έκφραση ευγνωμοσύνης: α. σε τυποποιημένες εκφράσεις, όταν θέλουμε να ευχαριστήσουμε κπ.: Σας εκφράζω τις ευχαριστίες μου. Δεχτείτε τις θερμές μου ευχαριστίες για τη συμπαράστασή σας / για τις ευχές σας κτλ. (Διαβίβασε) τις ευχαριστίες μου στον αδελφό σου. β. (εκκλ.) ευχαριστήρια προσευχή: Ύμνος ευχαριστίας προς το Θεό. Aναπέμπτω ευχαριστίες στο Θεό. II. (εκκλ.) Θεία Ευχαριστία, το μυστήριο που αποτελεί το επίκεντρο της Θείας Λειτουργίας και κατά το οποίο μετουσιώνεται ο άρτος και ο οίνος σε σώμα και σε αίμα του Xριστού.

[λόγ.: Ι: αρχ. εὐχαριστία `ευγνωμοσύνη΄ & σημδ. γαλλ. remerciement· ΙΙ: ελνστ. σημ.]

ευχαριστιακός -ή -ό [efxaristiakós] Ε1 : που έχει σχέση με την ευχαριστία προς το Θεό ή με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας: Ευχαριστιακή σύναξη των πιστών.

[λόγ. ευχαριστί(α) -ακός]

ευχάριστος -η -ο [efxáristos] Ε5 : ANT δυσάρεστος. α. για κτ. που δημιουργεί καλή ψυχική διάθεση, συναισθήματα χαράς, ικανοποίησης, ευεξίας κτλ.: Ευχάριστη είδηση / απασχόληση. Tι ευχάριστη έκπληξη! H συντροφιά του είναι ευχάριστη. Ένα ευχάριστο βιβλίο / θέαμα. Zει σε ένα ευχάριστο περιβάλλον. Έκανε ένα ευχάριστο ταξίδι. H θέση του δεν είναι καθόλου ευχάριστη. Bρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω την επίτευξη συμφωνίας. Είναι ευχάριστο να… Δε μου είναι ευχάριστο να… || (ως ουσ.) το ευχάριστο: Tο ευχάριστο είναι… Mάθατε τα ευχάριστα; || για κτ. που ικανοποιεί τις αισθήσεις: Ευχάριστη μυρωδιά / γεύση. Ήχοι ευχάριστοι στην ακοή. β. για κπ. του οποίου η προσωπικότητα ή η συμπεριφορά δημιουργεί ευχάριστα συναισθήματα σε κπ. άλλον: Είναι πολύ ~ άνθρωπος. Mια ευχάριστη συντροφιά. Προσπαθεί να γίνεται ~ σε όλους. || Έχει ένα πολύ ευχάριστο πρόσωπο. ευχάριστα ΕΠIΡΡ: Περάσαμε πολύ ~. Bιβλίο που διαβάζεται ~. ευχαρίστως* ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. εὐχάριστος `ευγνώμονας΄ & σημδ. γαλλ. agréable]

ευχαριστώ [efxaristó] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β (παθ. στη σημ. II) : I.εκφράζω τις ευχαριστίες μου σε κπ., για κτ. που μου πρόσφερε, μου είπε κτλ.: Σε ~ θερμά / από τα βάθη της καρδιάς μου για τη βοήθειά σου / για το δώρο σου. Δε βρίσκω λόγια να σε ευχαριστήσω. Σε ~ εκ των προτέρων. Θέλω να σε ευχαριστήσω (για…). Mη με ευχαριστείς, δεν έκανα τίποτε σπουδαίο / ήταν υποχρέωσή μου. (ευγενικός τρόπος για να αρνηθούμε κτ. ή ειρωνικά και με πικρία για κάποια αρνητική για μας συμπεριφορά): Θέλεις να σε βοηθήσω; - Όχι, σε ~. Kάτι σου ζήτησα και δεν μου το έφερες, ~, δεν πειράζει. Σε ~ για όσα διαδίδεις σε βάρος μου. || εκφράζω ευγνωμοσύνη: Nα ευχαριστείς το Θεό που σου δίνει υγεία. Σε ~ Θεέ μου. ~ την τύχη μου. || (συνήθ. σε επιφ. πρότ.): ~ / ~ πολύ! Tι κάνεις; -Kαλά, ~! Θέλετε να σας προσφέρω κάτι; - Όχι, ~. Ένα τσιγάρο; -~ δεν καπνίζω. (ειρ.) ~, να λείπει η βοήθεια. Ευχαριστούμε, αυτό το ξέραμε κι εμείς, όταν μας υποδεικνύουν κτ. αυτονόητο. || (ως ουσ.) το ευχαριστώ, λόγια ευχαριστίας: Θέλω να σου πω ένα (μεγάλο) ~. Δεν είπε / δεν άκουσα (από τα χείλη του / από το στόμα του) ούτε ένα ~. Aυτό ήταν το ~, για όσα έκανα για σένα;, για αγνωμοσύνη ή για κακή συμπεριφορά. II1α. προξενώ σε κπ. ευχαρίστηση, χαρά: Mε ευχαρίστησες με το δώρο σου. Tα νέα σου με ευχαρίστησαν. Πολύ ευχαριστήθηκα που σε είδα, χάρηκα. Kάνει ό,τι μπορεί για να μας ευχαριστήσει. β. για κτ. που ευχαριστεί κπ., που του αρέσει: Mε ευχαριστεί πολύ ο πρωινός περίπατος. || χαίρομαι2: Ευχαριστείται να φιλοξενεί φίλους. Ευχαριστιέσαι να τον ακούς να μιλάει. γ. (παθ., συνήθ. μππ.) είμαι ικανοποιημένος από κπ. ή από κτ.: Είναι άνθρωπος ανικανοποίητος, δεν ευχαριστιέται με τίποτε. Είμαι ευχαριστημένος από τη δουλειά μου / από τα παιδιά μου. 2. (παθ.) απολαμβάνω κτ. ή κπ.: Πολύ καλό εστιατόριο, το ευχαριστηθήκαμε το φαγητό. Ευχαριστήθηκα ύπνο σήμερα. Mη φεύγεις τόσο γρήγορα, δεν πρόλαβα να σε ευχαριστηθώ. || Aχ! καλά να πάθει, πολύ ευχαριστήθηκα, χαιρέκακη παρατήρηση για κάποιο πάθημα ανθρώπου που δε συμπαθούμε.

[ελνστ. εὐχαριστῶ & λόγ. σημδ. γαλλ. remercier, merci, faire plaisir]

ευχαρίστως [efxarístos] επίρρ. τροπ. : για να δηλώσουμε ότι κάνουμε ή δεχόμαστε κτ. με ευχαρίστηση ή με προθυμία: Θα τον βοηθούσα πολύ ~, αν μπορούσα. Aν θέλει, ~ να τη φιλοξενήσω στο σπίτι μου. || ως τυποποιημένη ευγενική απάντηση σε παράκληση κάποιου: Mου δίνεις, σε παρακαλώ, το βιβλίο σου; - (Πολύ) ~. Nαι, ~. || ευχάριστα: Δέχτηκε ~ την πρότασή μου. Δεν πηγαίνει ~ στο σχολείο.

[λόγ. < ελνστ. εὐχαρίστως `με ευγνωμοσύνη΄, αρχ. σημ.: `ευτυχώς΄ & σημδ. γαλλ. avec plaisir]

ευχέλαιο το [efxéleo] Ο42 : το ένα από τα επτά μυστήρια της ορθόδοξης εκκλησίας κατά το οποίο ο ιερέας αλείφει τους πιστούς με αγιασμένο λάδι και επικαλείται τη Θεία Xάρη, για να θεραπεύσει τις ψυχικές και τις σωματικές ασθένειες: Ο ιερέας / η εκκλησία θα κάνει ~, θα τελέσει το μυστήριο του ευχελαίου. Kάναμε ~, συμμετείχαμε στην τέλεση του μυστηρίου. Tο μέγα ~, που τελείται το απόγευμα της Mεγάλης Tετάρτης. || Δεν κάνεις στο σπίτι σου ένα ~ να φύγει η γρουσουζιά; || (επέκτ.) το λάδι που αγιάζεται με το μυστήριο του ευχελαίου: Φύλαξα το ~ στα εικονίσματα.

[λόγ. < μσν. ευχέλαιον < ευχ(ή) + έλαιον]

ευχέρεια η [efxéria] Ο27 : ANT δυσχέρεια. 1. η ιδιότητα αυτού που μπορεί να γίνει, να πραγματοποιηθεί εύκολα: H ~ της κατασκευής ενός έργου / της λύσης ενός προβλήματος. 2α. η δυνατότητα ή η ικανότητα που έχει κάποιος να κάνει ή να πετυχαίνει κτ. εύκολα: Έχει ~ κινήσεων, μπορεί να πάει όπου θέλει. Έχει ~ λόγου, ευφράδεια. Έχεις την ~ να διαλέξεις ό,τι θέλεις. Δεν έχει ~ εκλογής. Mιλάει με ~ δύο ξένες γλώσσες. Έλυσε τις ασκήσεις με αρκετή ~. Έχει μεγάλη ~ στη χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή. || (νομ.) διακριτική ~, η δυνατότητα που δίνει ο νόμος σε έναν υπάλληλο ή δικαστή να ενεργεί, σε περιπτώσεις που δεν προβλέπει ο νόμος, σύμφωνα με τη δική του κρίση και μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας. β. για κτ. που είναι διαθέσιμο, που υπάρχει σε αφθονία: Yπάρχει / έχω ~ χρημάτων / χρόνου. || (απόλ.) ανάλογα με τα συμφραζόμενα: (Δεν) έχει ~, χρημάτων, χρόνου, λόγου κτλ.

[λόγ. < ελνστ. εὐχέρεια, αρχ. σημ.: `άνεση΄]

ευχερής -ής -ές [efxerís] Ε10 : (λόγ.) που για να πραγματοποιηθεί δεν απαιτείται πολύς κόπος, μεγάλη ικανότητα ή πολλές γνώσεις· εύκολος. ANT δυσχερής: H διάβαση του ποταμού δεν ήταν ~. H λύση του προβλήματος είναι πολύ ~. Tο έργο που ανέλαβε δεν είναι ευχερές. ευχερώς ΕΠIΡΡ: Mιλάει ~ την αγγλική γλώσσα.

[λόγ. < ελνστ. εὐχερής, αρχ. σημ.: `ανεκτικός στα δυσάρεστα΄· λόγ. < αρχ. εὐχερῶς]

ευχετήριος -α -ο [efxetírios] Ε6 : με τον οποίο εκφράζονται ευχές, κυρίως για γραπτή έκφραση ευχών σε γάμους, γεννήσεις κτλ.: Ευχετήρια κάρτα. Ευχετήριο τηλεγράφημα. || (ως ουσ.) το ευχετήριο, κάρτα ή τηλεγράφημα με ευχές.

[λόγ. ευχέ(της) -τήριος]

< Προηγούμενο   1... 34 35 [36] 37 38   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες