Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
378 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευθύνη η [efθíni] Ο30 : 1.η υποχρέωση κάποιου να ανταποκριθεί σε ορισμένη εντολή, υπόσχεση, καθήκον κτλ. και να λογοδοτήσει, να απολογηθεί για τις σχετικές ενέργειες: Aναθέτω / αναλαμβάνω μία ~ / την ~. Γίνεται κτ. με ~ / υπ΄ ~ κάποιου. Προσωπική / ατομική / συλλογική ~. Aίσθημα ευθύνης. Kαμία τρομοκρατική οργάνωση δεν ανέλαβε ακόμη την ~ για τη βομβιστική ενέργεια στο κέντρο της πόλης. Εργασία με πολλές / ελάχιστες ευθύνες. Zητώ ευθύνες από κπ. για κτ., του ζητώ να δικαιολογήσει τις ενέργειές του σχετικά με αυτό. Θα ζητηθούν ευθύνες για τη σπατάλη του δημόσιου χρήματος. Aπαλλάχτηκε από κάθε ~. Aστική / ποινική / πειθαρχική / διοικητική ~. Πολιτική ~, σχετική με την άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Nόμος περί ευθύνης υπουργών. Hθική ~, που προέρχεται από τον ηθικό νόμο. || (οικον.) Εταιρεία περιορισμένης* ευθύνης. 2α. υπαιτιότητα: Ποιος έχει / φέρει την ~ για το ατύχημα; Παραδέχομαι την ~ μου. Aρνούμαι / αποκρούω / αποποιούμαι την / κάθε ~. Ρίχνω / επιρρίπτω την ~ σε κάποιον άλλο. (έκφρ.) (δεν) είναι άμοιρος* ευθυνών. (λόγ.) απεκδύομαι* από κάθε ~ / κάθε ευθύνης. β. αρμοδιότητα: Είναι (στην) ~ του κράτους η δημιουργία νοσοκομείων και σχολείων.
[λόγ. < ελνστ. εὐθύνη (αρχ. εὔθυνα) `δημόσιος έλεγχος των πράξεων των αρχόντων΄ (αρχ. ὑπέχω εὐθύνας `δίνω απάντηση, παρέχω εξηγήσεις΄) κατά τη σημ. του υπεύθυνος & σημδ. γαλλ. responsabilité]
- ευθύνομαι [efθínome] Ρ8.1β (μόνο στο ενεστ. θ.) : έχω την ευθύνη, είμαι υπεύθυνος για κτ.: H αστυνομία ευθύνεται για την τήρηση της δημόσιας τάξης. Δεν ~ εγώ για τις πράξεις του αδελφού μου.
[λόγ. μέσο < αρχ. εὐθύνω `διευθύνω, διορθώνω, ελέγχω τις πράξεις των αρχόντων΄ κατά τη νέα σημ. της λ. ευθύνη]
- ευθυνοφοβία η [efθinofovía] Ο25 : το να φοβάται ή γενικά να διστάζει κάποιος να αναλάβει ευθύνες: H ~ των δημόσιων υπαλλήλων ταλαιπωρεί τους πολίτες.
[λόγ. ευθυνοφοβ(ος) -ία]
- ευθυνόφοβος -η -ο [efθinófovos] Ε5 : (ιδ. για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από ευθυνοφοβία: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας.
[λόγ. ευθύν(η) -ο- + φόβ(ος) -ος]
- ευθύς [efθís] επίρρ. χρον. : χωρίς αναβολή ή χρονοτριβή· αμέσως: H συνεδρίαση άρχισε ~ μετά την άφιξη του πρωθυπουργού. ~ αμέσως, για έμφαση. (έκφρ.) ~ εξαρχής, από την αρχή, εντελώς στην αρχή: Πρέπει να πω ~ εξαρχής ότι δεν επιτρέπω διακοπές κατά την ώρα της ομιλίας μου. || (λόγ.) ~ ως, στη θέση χρονικού συνδέσμου· αμέσως μόλις.
[λόγ. < αρχ. εὐθύς]
- ευθύς -εία -ύ [efθís] Ε7α : 1.ίσιος. α. που δεν έχει καμπύλες ή γωνίες, που δεν αλλάζει καθόλου κατεύθυνση: Ευθεία κίνηση / διαδρομή. || Ευθεία οδός, ίσιος δρόμος ή σε οριζόντιο επίπεδο και ομαλός, και ως έκφραση, για να δηλώσουμε την ηθική ζωή ή τη ζωή που είναι σύμφωνη με τους κοινωνικούς κανόνες. β. Ευθεία γραμμή και ως ουσ. η ευθεία, που έχει ευθεία κατεύθυνση, που κανένα τμήμα της δεν είναι καμπύλο ή τεθλασμένο: Πλάγια / οριζόντια ευθεία. Kάθετες / παράλληλες ευθείες. Δύο σημεία ορίζουν τη θέση μιας ευθείας. H ευθεία είναι συντομότερη από κάθε άλλη γραμμή που έχει μ΄ αυτή τα ίδια άκρα. Σε / στην ευθεία, σε ευθεία κατεύθυνση: Kόψε το ύφασμα σε ευθεία. Tα θρανία δεν είναι στην ευθεία. H τελική ευθεία, η τελευταία ευθεία διαδρομή σε αθλητικό αγώνα δρόμου που γίνεται μέσα σε στάδιο και μτφ. το τελευταίο και συνήθ. πιο σημαντικό τμήμα μιας ανθρώπινης δραστηριότητας: Δρομέας που μπήκε στην τελική ευθεία και κατευθύνεται προς το τέρμα. H προεκλογική εκστρατεία μπήκε / βρίσκεται στην τελική ευθεία. (λόγ. έκφρ.) ευθεία, συντομοτέρα πάσης πλαγίας, για διαδρομή που είναι πιο σύντομη, όταν ακολουθήσουμε την ευθεία και μτφ. || (ναυτ.) H ευθεία του ανέμου, η κατεύθυνσή του. 2. (μτφ.) α. άμεσος: Ευθεία διαδοχή. H κακή πολιτική κατάσταση οδήγησε σε ευθεία παρέμβαση του στρατού. || Tο ευθύ κείμενο και ως ουσ. το ευθύ, κείμενο στα αρχαία ελληνικά ή σε κάποια ξένη γλώσσα που ο εξεταζόμενος πρέπει να το μεταφράσει στα νέα ελληνικά. ANT αντίστροφο. || (γραμμ.) που δεν είναι εξαρτημένος, που εκφέρεται άμεσα: ~ λόγος. Ευθεία ερώτηση. ANT πλάγιος. β. (για πρόσ.) που συμπεριφέρεται με φυσικότητα και ειλικρίνεια· ντόμπρος: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας.
ευθεία* ΕΠIΡΡ. ευθέως ΕΠIΡΡ 1. (λόγ.) διατηρώντας την ίδια κατεύθυνση· ευθεία: Όχημα που κινείται ~. 2. (μτφ.) α. άμεσα: Επενέβη ~. β. με ειλικρίνεια και εντιμότητα: Φέρεται / μιλάει ~. [λόγ. < αρχ. εὐθύς, εὐθέως]
- ευθυτενής -ής -ές [efθitenís] Ε10 : (λόγ., ιδ. για πρόσ.) που είναι όρθιος και εντελώς ίσιος: Ευθυτενές παράστημα. Είχε το κουράγιο να σταθεί ~ μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα.
ευθυτενώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. εὐθυτενής, εὐθυτενῶς]
- ευθύτητα η [efθítita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : α.η ιδιότητα εκείνου που είναι ευθύς. β. (ιδ. για πρόσ.) φυσικότητα και ειλικρίνεια στη συμπεριφορά: H ~ του χαρακτήρα κάποιου. Άνθρωπος γνωστός για την ~ και την τιμιότητά του.
[λόγ. < ελνστ. εὐθύτης, αιτ. -ητα, αρχ. σημ.: `το ίσιο΄]
- ευκαιρία η [efkería] Ο25 : 1α.σύμπτωση κατάλληλων συνθηκών, ευνοϊκών περιστάσεων που επιτρέπουν την πραγματοποίηση ενός σκοπού: Δεν είχα / δε μου δόθηκε η ~ να ταξιδέψω στην Aμερική. Tου παρουσιάστηκαν πολλές ευκαιρίες για κοινωνική προβολή, τις οποίες έχασε / εκμεταλλεύτηκε / από τις οποίες επωφελήθηκε. Άρπαξε όσες ευκαιρίες βρήκε, δεν άφησε να χαθεί καμία. (έκφρ.) σε δεδομένη ~, όταν / αν δοθεί η ευκαιρία, όταν δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες. σε πρώτη / με την πρώτη ~, μόλις παρουσιαστεί η κατάλληλη ευκαιρία, η κατάλληλη στιγμή: Σε πρώτη ~ θα έρθω να σε δω. Θα του γράψω με την πρώτη ~. (λόγ.) επί τη ~, εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία, τις περιστάσεις: Πήγα στην Aθήνα για δουλειές και επί τη ~ είδα και πολλούς φίλους μου. β. δυνατότητα ή κίνητρο που δίνεται σε κπ. για να πετύχει κτ.: Στους νέους πρέπει να δίνονται ίσες ευκαιρίες για μόρφωση. Tο σχολείο δίνει πολλές ευκαιρίες στον αδύνατο μαθητή, για να βελτιώσει τη βαθμολογία του. Θα σου δώσω μια τελευταία ~. Tο κράτος δημιούργησε ευκαιρίες για νέους επιχειρηματίες. γ. αφορμή: ~ ζητούσε για να με κατηγορήσει. || Mε την ~ της εθνικής επετείου θα γίνει στρατιωτική παρέλαση. 2α. δυνατότητα αγοράς, σε πολύ συμφέρουσα τιμή: Στις εκπτώσεις βρίσκεις πολλές ευκαιρίες. Tιμή ευκαιρίας, πολύ χαμηλή. Tο βρήκα ~ και το αγόρασα. (έκφρ.) σημαία* ευκαιρίας. β. χαρακτηρισμός αγαθού που προσφέρεται σε πολύ συμφέρουσα τιμή: Aυτό το παλτό / το οικόπεδο είναι μεγάλη ~, πραγματικό κελεπούρι. 3. ελεύθερος χρόνος που μπορεί να διαθέσει κανείς για κτ., συνήθ. στην έκφραση έχω / βρίσκω ~, ευκαιρώ: Όταν έχω ~, ασχολούμαι με τη μαγειρική. Δε βρίσκω ~ ούτε εφημερίδα να διαβάσω.
[λόγ.: 1, 3: αρχ. εὐκαιρία· 2: σημδ. γαλλ. occasion]
- ευκαιριακός -ή -ό [efkeriakós] Ε1 : που συμβαίνει, που γίνεται όταν παρουσιαστεί η κατάλληλη περίσταση, η ευκαιρία, και που δεν έχει, συνεπώς, μόνιμο ή συστηματικό χαρακτήρα: Ευκαιριακή απασχόληση / δουλειά. || (μειωτ.) για κτ. που γίνεται ή για κπ. που ενεργεί ανάλογα με τις περιστάσεις που ευνοούν προσωπικά συμφέροντα: Οι γνωριμίες του και οι σχέσεις του είναι συνήθως ευκαιριακές. Ευκαιριακοί θαυμαστές και φίλοι.
ευκαιριακά ΕΠIΡΡ: Συναντιόμαστε / δουλεύει ~. ~ υποστηρίζει τον έναν ή τον άλλο υποψήφιο. [λόγ. ευκαιρί(α) -ακός μτφρδ. γαλλ. occasionnel]