Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευ
378 εγγραφές [91 - 100]
ευθιξία η [efθiksía] Ο25 : η ιδιότητα και η αντίστοιχη συμπεριφορά του εύθικτου ανθρώπου: Yπερβολική ~. || ευαισθησία: Kοινωνική / πολιτική ~. Ύπαρξη / έλλειψη ευθιξίας απέναντι στην κοινή γνώμη. Παραιτήθηκε για λόγους ευθιξίας.

[λόγ. < ελνστ. εὐθιξία `ικανότητα να αγγίζεις το στόχο΄ κατά τη σημ. της λ. εύθικτος]

εύθραυστος -η -ο [éfθrafstos] Ε5 : 1.(για στερεό σώμα) που σπάει εύκολα. ANT άθραυστος: Εύθραυστη πορσελάνη. Είναι εύθραυστο σαν τσόφλι αυγού / σαν γυαλί. Προσοχή! εύθραυστο (αντικείμενο). 2. (μτφ.) α. που εύκολα μπορεί να υποστεί βλάβη ή να πάψει να υπάρχει: Εύθραυστη υγεία / ευτυχία. Εύθραυστη ισορροπία. β. (για πρόσ.) που είναι ιδιαίτερα λεπτεπίλεπτος, ντελικάτος: Εύθραυστη γυναίκα.

[λόγ. < αρχ. εὔθραυστος]

εύθρυπτος -η -ο [éfθriptos] Ε5 : (λόγ.) που τρίβεται εύκολα.

[λόγ. < αρχ. εὔθρυπτος `που σπάζει εύκολα΄]

ευθυ- 1 [efθi] & ευθύ- [efθí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες, συνήθ. λόγιες ή επιστημονικές λέξεις· προσδίδει σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό την ιδιότητα αυτού που είναι: α. ευθύς, ίσιος, σε ευθεία γραμμή: ευθύγραμμος, ευθύδρομος, ευθύπλους· (ζωολ.) ευθύρραμφος. β. επιτυχής, εύστοχος: ευθύβολος. γ. ορθός, σωστός, δίκαιος: ~κρισία, ~δικία.

[λόγ. < αρχ. εὐθυ- θ. του επιθ. εὐθύ(ς) ως α' συνθ.: αρχ. εὐθύ-φρων `ειλικρινής΄, εὐθυ-δικία, ελνστ. εὐθυ-τενής]

ευθυ- 2 : (ανατ., ιατρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στο απευθυσμένο: ~κοκκυγικός, ~κυστικός, ~ουρηθραίος.

[λόγ. < ευθυ- 1 σημδ. διεθ. recto- (σύγκρ. ορθό) ως α' συνθ.: ευθυ-κοκκυγικός < νλατ. rectococcy geus]

ευθύαυλος ο [efθíavlos] Ο20α : (λόγ.) το κλαρινέτο.

[λόγ. ευθυ- 1 + αυλός κατά το πλαγίαυλος]

ευθυβολία η [efθivolía] Ο25 : η ιδιότητα του ευθύβολου ανθρώπου ή όπλου.

[λόγ. < ελνστ. εὐθυβολία]

ευθύβολος -η -ο [efθívolos] Ε5 : (για πρόσ. ή όπλο) που σημαδεύει καλά και πετυχαίνει το στόχο του.

[λόγ. < ελνστ. εὐθύβολος]

ευθυγραμμία η [efθiγramía] Ο25 : η ύπαρξη ευθυγράμμισης.

[λόγ. ευθύγραμμ(ος) -ία]

ευθυγραμμίζω [efθiγramízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.(για πρόσ. ή πργ.) το τοποθετώ σε τέτοια θέση σε σχέση με κπ. ή με κτ. άλλο, ώστε να σχηματίζεται μία νοητή ευθεία γραμμή: Tα θρανία στην αίθουσα δεν είναι εντελώς ευθυγραμμισμένα. Ευθυγραμμιστείτε ο ένας πίσω από τον άλλο. ~ τα γράμματα / τους στίχους μιας σελίδας. β. τοποθετώ κτ. στην κανονική του θέση σε σχέση με κτ. άλλο: H βιβλιοθήκη να είναι τελείως ευθυγραμμισμένη στον τοίχο. 2. (μτφ.) διαμορφώνω τη συμπεριφορά μου, την τακτική μου κτλ. έτσι ώστε να αντιστοιχεί με κάποιου άλλου, να είναι όμοια με αυτού: H Ελλάδα ευθυγραμμίζει την αμυντική της πολιτική με τη συμμαχική. || (παθ.): συμπεριφέρομαι ή ενεργώ όπως κάποιος άλλος: H αντιπολίτευση ευθυγραμμίζεται με την κυβέρνηση στα εθνικά θέματα. || (πληθ.) για πρόσωπα που συμπεριφέρονται ή ενεργούν με τον ίδιο τρόπο: Πρέπει να ευθυγραμμιστούμε, για να πετύχουμε το σκοπό μας.

[λόγ. ευθύγραμμ(ος) -ίζω]

< Προηγούμενο   1... 8 9 [10] 11 12 ...38   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες