Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιτείνω [epitíno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. επέτεινα, απαρέμφ. επιτείνει, παθ. αόρ. επιτάθηκα, απαρέμφ. επιταθεί : α.(για φαινόμενο ή κατάσταση) αυξάνω την ένταση και συνήθ. τη χρονική του διάρκεια: H σιωπή των απαγωγέων επιτείνει την αγωνία των συγγενών. β. (γραμμ.) ενισχύω: Mε την προσθήκη του μορίου “να” επιτείνεται το νόημα της φράσης.
[λόγ. < αρχ. ἐπιτείνω]