Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιτείνω
1 εγγραφή
επιτείνω [epitíno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. επέτεινα, απαρέμφ. επιτείνει, παθ. αόρ. επιτάθηκα, απαρέμφ. επιταθεί : α.(για φαινόμενο ή κατάσταση) αυξάνω την ένταση και συνήθ. τη χρονική του διάρκεια: H σιωπή των απαγωγέων επιτείνει την αγωνία των συγγενών. β. (γραμμ.) ενισχύω: Mε την προσθήκη του μορίου “να” επιτείνεται το νόημα της φράσης.

[λόγ. < αρχ. ἐπιτείνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες