Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιστροφή η [epistrofí] Ο29 : η ενέργεια του επιστρέφω. 1α. για κτ. που το δίνουμε πίσω, το ξαναδίνουμε συνήθ. σε αυτόν που του ανήκει: ~ των δανεικών / των κλοπιμαίων / των δώρων. ~ της προκαταβολής. ~ των εμπορευμάτων που δεν πουλήθηκαν. Aγορά / πώληση με δυνατότητα επιστροφής. || (προφ.) για εμπορεύματα που έχουν επιστραφεί: Πρόκειται για επιστροφές όχι για κανονικό εμπόρευμα. β. για κτ. που το στέλνουμε σε αυτόν που μας το είχε στείλει: ~ ενός γράμματος / ενός ταχυδρομικού δέματος. 2α. επάνοδος στο σημείο από όπου είχα φύγει· γυρισμός: ~ από περίπατο. H ~ των εκδρομέων / του ξενιτεμένου. Ο δρόμος της επιστροφής. Ώρα επιστροφής. Εισιτήριο (μετ΄) επιστροφής, για μετάβαση και επιστροφή. H ~ του ασώτου, για διακοπή της σπάταλης ή ακόλαστης ζωής. β. επάνοδος σε ορισμένη συνήθεια, κατάσταση κτλ. που είχε διακοπεί προσωρινά: ~ στο παρελθόν / στο ίδιο θέμα / στο ποτό. ~ στις ρίζες.
[λόγ. < αρχ. ἐπιστροφή `στροφή προς, γύρισμα΄ κατά τη σημ. του επιστρέφω]