Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιστήμονας ο [epistímonas] Ο5 θηλ. επιστήμονας [epistímonas] & (προφ.) επιστημόνισσα [epistimónisa] Ο27 : α.αυτός που έχει σπουδάσει σε ανώτατη σχολή το αντικείμενο ορισμένης επιστήμης και πήρε το σχετικό πτυχίο: Θέλει να σπουδάσει το παιδί του, να το κάνει επιστήμονα. Ορκομωσία νέων επιστημόνων. Ο εκπαιδευτικός δεν αρκεί να είναι ~, πρέπει να είναι και δάσκαλος. || (ως επίθ.): Σύλλογος Επιστημόνων Γυναικών. β. αυτός, συνήθ. επιστήμονας, που γνωρίζει σε βάθος το αντικείμενο ορισμένης επιστήμης και με την εργασία του (έρευνα, δημοσιεύσεις κτλ.) συμβάλλει στην ανάπτυξή της: Ειδικός ~. Είναι σπουδαίος / έξοχος ~. Διίστανται / συμπίπτουν οι απόψεις των επιστημόνων για ορισμένο θέμα. γ. (προφ.) ως υπερβολικός χαρακτηρισμός για κπ. που γνωρίζει καλά ορισμένο αντικείμενο ή ασκεί σωστά ορισμένη δραστηριότητα: Είναι ~ στα αθλητικά / στη δουλειά του.
[λόγ. < αρχ. ἐπιστήμων, αιτ. -ονα `κάτοχος τέλειας γνώσης΄ & σημδ. γερμ. Wissenschaftler(;)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· επιστήμον(ας) -ισσα]