Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επικουρούμαι
1 εγγραφή
επικουρώ [epikuró] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) βοηθώ.

[λόγ. < αρχ. ἐπικουρῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες