Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επικεφαλής [epikefalís] επίρρ. : (ιδ. για πρόσ.) 1. στην πρώτη θέση, στην πρώτη σειρά: ~ στην παρέλαση ήταν οι ανάπηροι πολέμου. Ο πρώην πρωθυπουργός τέθηκε ~ στο ψηφοδέλτιο επικρατείας. || (ως ουσ.) αυτός που είναι πρώτος σε μια σειρά: Ο ~ σ΄ έναν αγώνα δρόμου, αυτός που προηγείται. || (ως επίθ.). 2. σε θέση προϊσταμένου, διοικητή, κυβερνή τη: Ο λοχαγός είναι ~ ενός λόχου, ο υπουργός ενός υπουργείου. || (ως ουσ.) αυτός που διοικεί, που κυβερνά άλλους: Ο ~ του στρατού / του κράτους, αρχηγός, ηγέτης. Ο ~ μιας υπηρεσίας, διευθυντής. Ο ~ μιας στρατιωτικής μονάδας, διοικητής. Aντικαταστάθηκαν οι ~ των τριών όπλων. || (ως επίθ.): Ο ~ αξιωματικός.
[λόγ. φρ. επί κεφαλής μτφρδ. γαλλ. en tête]