Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επενδύω [epenδío] -ομαι Ρ9 : κάνω επένδυση. I. καλύπτω την επιφάνεια ενός στερεού αντικειμένου με άλλο στέρεο υλικό για ενίσχυση, προφύλαξη ή διακόσμηση: Οι τοίχοι του μπάνιου είναι επενδυμένοι με πλακάκια. || καλύπτω την επιφάνεια συνήθ. με ύφασμα, δέρμα κτλ.: ~ τον καναπέ / την πολυθρόνα. II1. διαθέτω ένα χρηματικό ποσό για: α. την ίδρυση, την επέκταση ή τη λειτουργία μιας οικονομικής επιχείρησης: Για την ίδρυση του εργοστασίου η εταιρεία θα επενδύσει πολλά εκατομμύρια δραχμές. Aπαλλάσσονται από τη φορολογία τα κέρδη των ξένων επιχειρήσεων που επενδύονται στη χώρα μας. β. την αγορά μη καταναλωτικού αγαθού: Aγόρασε ένα οικόπεδο για να επενδύσει τις οικονομίες του. 2. (μτφ.) εξαρτώ τους μελλοντικούς μου στόχους, το μέλλον μου γενικά, από κπ. ή από κτ., στηρίζω γενικά το μέλλον μου σε κπ. ή σε κτ.: H διάλυση του γάμου ήταν γι΄ αυτή βαρύ πλήγμα, καθώς σ΄ αυτόν είχε επενδύσει τα πάντα.
[λόγ. < ελνστ. ἐπενδύω `φορώ από πάνω΄, σημδ.: Ι: γαλλ. revêtir· ΙΙ: αγγλ. invest & γαλλ. investir]