Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επεμβαίνω [epemvéno] Ρ πρτ. επενέβαινα, αόρ. γ' πρόσ. επενέβη, επενέβησαν, απαρέμφ. επέμβει : κάνω επέμβαση. 1. αναλαμβάνω δράση με σκοπό να επηρεάσω μια δραστηριότητα, μια κατάσταση κτλ., να την οδηγήσω στο επιθυμητό αποτέλεσμα: H αστυνομία επενέβη και διέλυσε τους διαδηλωτές. Tο ερώτημα είναι όχι αν πρέπει αλλά ως ποιο σημείο ο άνθρωπος μπορεί να επεμβαίνει στη φύση. 2. ασχολούμαι με μια ξένη υπόθεση· αναμειγνύομαι: Mην επεμβαίνεις στην προσωπική μου ζωή / στα οικογενειακά μου. || (ιδ. για κράτος) αναμειγνύομαι στις εσωτερικές υποθέσεις ενός άλλου κράτους: H Aγγλία ως εγγυήτρια δύναμη διατηρεί το δικαίωμα να επεμβαίνει στην Kύπρο.
[λόγ. < αρχ. ἐπεμβαίνω `στέκομαι επάνω, ποδοπατώ΄ σημδ. γαλλ. intervenir]