Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επαχθής -ής -ές [epaxθís] Ε10 : (λόγ.) πολύ βαρύς και γι΄ αυτό δυσβάστακτος: ~ φορολογία. Επαχθές καθήκον. Yποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει με όρους επαχθέστατους.
επαχθώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἐπαχθής, ἐπαχθῶς]